Εμπάργκο είναι μία κυβερνητική εντολή με την οποία διακόπτονται οι εμπορικές δραστηριότητες, όπως οι εξαγωγές / εισαγωγές, και η μεταφορά προϊόντων σε μια άλλη χώρα ώστε να απομονωθεί οικονομικά.
Το εμπάργκο συνηθίζεται κατά τη διάρκεια ενός πολέμου, αλλά μερικές φορές εφαρμόζεται και για οικονομικούς ή πολιτικούς λόγους, ενώ θεωρείται ισχυρό διπλωματικό μέτρο που χρησιμοποιείται από τις χώρες για να προωθήσουν τα εθνικά τους συμφέροντα.
Παράδειγμα:
Ο ΟΠΕΚ έκανε εμπάργκο στη μεταφορά πετρελαίου προς τη Δύση στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να διαμαρτυρηθεί για τις πολιτικές του Ισραήλ και για να αυξήσει την τιμή του πετρελαίου.
Το εμπάργκο ανήκει στην κατηγορία των οικονομικών κυρώσεων, όπως ο οικονομικός αποκλεισμός και οι δασμοί.
Ο όρος εμπάργκο χρησιμοποιείται μερικές φορές καταχρηστικά για να περιγράψει ένα μποϊκοτάζ (boycotagge), το οποίο είναι γενικά ένα λαϊκό κίνημα που έχει σκοπό να μειώσει τις αγορές προϊόντων από μια συγκεκριμένη επιχείρηση, ως μέσο τιμωρίας.