Κεφάλαια Αντιστάθμισης Κινδύνου (Hedge funds)

Κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) είναι επενδυτικά σχήματα που δραστηριοποιούνται έχοντας σκοπό την αντιστάθμιση κινδύνου και το κέρδος μέσω υπεραποδόσεων, με τη χρήση δανειακών κεφαλαίων από εύπορους ιδιώτες και ιδρύματα.

Ο κίνδυνος που αναλαμβάνουν να καλύψουν τα hedge funds μπορεί να προέρχεται, ενδεικτικά, από τη μεταβλητότητα των επιτοκίων (επιτοκιακός κίνδυνος), τη μεταβλητότητα των τιμών συναλλάγματος, μετοχών, ομολόγων, εμπορευμάτων κτλ.

Η κάλυψη κινδύνου πραγματοποιείται συνήθως με τη χρήση επιθετικών στρατηγικών που δεν είναι διαθέσιμες στα αμοιβαία κεφάλαια, συμπεριλαμβανομένης της ανοικτής πώλησης, της μόχλευσης, της χρήσης χρηματοπιστωτικών προϊόντων όπως τα swaps, τα futures, τα options, τα γραμμάτια, ή και μέσω arbitrage εκμεταλλευόμενοι τις διακυμάνσεις στις τιμές των χρηματοπιστωτικών προϊόντων τόσο στις εγχώριες όσο και στις διεθνείς αγορές με στόχο την δημιουργία υψηλών αποδόσεων (είτε με την απόλυτη έννοια είτε με βάση ένα καθορισμένο επιτόκιο αναφοράς).

Τα hedge funds απαλλάσσονται από πολλούς από τους κανόνες και τους κανονισμούς που διέπουν τα άλλα αμοιβαία κεφάλαια, καθώς απευθύνονται σε έμπειρους επενδυτές, γεγονός που τους επιτρέπει να έχουν πιο επιθετικό επενδυτικό προσανατολισμό. Αν και το κοινό σημείο και των δύο είναι ότι όλα τα συγκεντρωμένα κεφάλαια διαχειρίζονται από επαγγελματίες επενδυτές, διαφέρουν στο ότι τα hedge funds έχουν πολύ μεγαλύτερη ευελιξία στις επενδυτικές στρατηγικές τους, καθώς μπορούν να επενδύσουν σε ένα ευρύτερο φάσμα τίτλων.

Επειδή τα hedge funds έχουν χαμηλή συσχέτιση (correlation) με ένα παραδοσιακό χαρτοφυλάκιο μετοχών και ομολόγων, ένας επενδυτής μπορεί να διαφοροποιήσει το χαρτοφυλάκιο του αν τοποθετήσει μέρος των κεφαλαίων του σε hedge funds.

Νομικά, τα hedge funds, τα οποία δεν διαθέτουν ιδία κεφάλαια, συστήνονται ως ετερόρρυθμες εταιρείες που είναι προσβάσιμες σε περιορισμένο αριθμό διαπιστευμένων επενδυτών και απαιτούν μια υψηλή αρχική ελάχιστη επένδυση. Οι επενδύσεις σε κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου δεν είναι εύκολα ρευστοποιήσιμες, καθώς συχνά δεν επιτρέπεται στους επενδυτές να αποσύρουν τα χρήματα τους πριν από την παρέλευση ενός έτους από την πρώτη επένδυση (περίοδος γνωστή και ως lock-up period) κι έπειτα μπορούν μόνο σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, συνήθως ανά τρίμηνο ή εξάμηνο.

Οι διαχειριστές των εταιριών εισπράττουν συνήθως μια προμήθεια 1% έως 2% επί της αξίας του επενδυόμενου κεφαλαίου και 15% έως 30% επί των καθαρών κερδών.

Ετυμολογία των κεφαλαίων αντιστάθμισης

Ιστορικά, η λέξη “αντιστάθμιση” χρησιμοποιήθηκε καθώς τα πρώτα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου είχαν σκοπό την προστασία των επενδυτικών χαρτοφυλακίων και τον περιορισμό απωλειών (hedging) έναντι μιας καθοδικής αγοράς (bear market), shortάροντας την αγορά.

Πλέον όμως τα hedge funds χρησιμοποιούν δεκάδες διαφορετικές επενδυτικές στρατηγικές, έτσι ο σκοπός τους δεν περιορίζεται πλέον απλά στην αντιστάθμιση κινδύνου, αλλά στη μεγιστοποίηση της απόδοσης της επένδυσης (κέρδους) ανεξαρτήτως κίνησης της αγοράς.

Στην πραγματικότητα, επειδή οι διαχειριστές των hedge funds κάνουν κερδοσκοπικές επενδύσεις, τα κεφάλαια συχνά φέρουν υψηλότερο κίνδυνο από αυτό των αγορών.

Στρατηγικές κεφαλαίων αντιστάθμισης κινδύνου

Τα hedge funds συνήθως χρησιμοποιούν στρατηγικές long-short, δηλαδή επιδιώκουν να κρατούν μια ισορροπία μεταξύ των θέσεων long (αγορά) και θέσεων short (ανοικτή πώληση).

Επιπλέον, πολλά hedge funds επενδύουν σε παράγωγα (derivatives) που αποτελούν συμβάσεις για αγοραπωλησία χρεογράφων σε προκαθορισμένη τιμή και χρονική στιγμή, όπως είναι τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (ΣΜΕ) και τα δικαιώματα προαίρεσης (options).

Πολλά hedge funds χρησιμοποιούν επίσης μια επενδυτική τεχνική που ονομάζεται μόχλευση, η οποία είναι ουσιαστικά επένδυση με δανεικά χρήματα, μια στρατηγική που αυξάνει σημαντικότητα την δυνατότητα κερδοφορίας, δημιουργεί όμως ταυτόχρονα μεγαλύτερους κίνδυνους απώλειας κεφαλαίων.

Στα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου προσέφευγαν αρχικά μόνο άμεσοι επενδυτές δηλαδή μεγάλα επενδυτικά σχήματα που αναλάμβαναν σημαντικό κίνδυνο με τις τοποθετήσεις τους. Σήμερα, έχει διευρυνθεί ο κύκλος των πελατών τους με κυριότερη παρουσία τους θεσμικούς επενδυτές (επενδυτικές τράπεζες, επενδυτικές εταιρίες, αμοιβαία κεφάλαια, διαμεσολαβητές της αγοράς (brokers), ασφαλιστικές εταιρίες και συνταξιοδοτικά ταμεία).

Επίσης, επιμέρους επενδυτές μπορούν να συμμετάσχουν, αλλά λόγω του υψηλού ποσού αρχικής συμμετοχής, μόνο έμμεσα (indirect investors). Οι έμμεσοι επενδυτές συμμετέχουν μέσω τρίτων (θεσμικών επενδυτών και των Funds of funds δηλαδή αμοιβαίων κεφαλαίων που επενδύουν σε άλλα αμοιβαία κεφάλαια).

Παράδειγμα:
Ένα από τα μεγαλύτερα hedge funds είναι το Soros Fund το οποίο έγινε ευρέως γνωστό όταν το Σεπτέμβριο του 1992 επένδυσε 10 δις δολάρια πουλώντας ανοικτά (short selling) την αγγλική λίρα, στοίχημα που απέφερε κέρδη ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων μέσα σε μια ημέρα. Η πράξη αυτή του Σόρος προκάλεσε υποτίμηση της λίρας, έξοδο της Αγγλίας από το European Exchange Rate Mechanism κι έμεινε στην ιστορία ως “Black Wednesday“, δίνοντας του παράλληλα το προσωνύμιο ως “ο άνθρωπος που έσπασε την Τράπεζα της Αγγλίας”.

Συστήματα ασφαλείας

Οι κίνδυνοι από τις επενδύσεις των διαχειριστών των αντισταθμιστικών κεφαλαίων μετριάζονται από μια σειρά μέτρων που εφαρμόζονται όπως:

  • η έλλειψη δυνατότητας των επενδυτών να αποσυρθούν πριν από ένα ορισμένο χρόνο από την αρχική κατάθεση (lock-up period),
  • η απαίτηση των prime brokers έναντι των hedge funds να καταθέτουν εγγυήσεις,
  • η υποχρέωση των δανειστριών τραπεζών να τηρούν αποτελεσματικά συστήματα ελέγχου των κινδύνων και
  • η τακτική των εποπτικών αρχών να ασκούν πιέσεις ώστε ο ανταγωνισμός μεταξύ των prime brokers για την κατάκτηση  πελατείας των hedge funds να μην οδηγεί σε χαλάρωση της πολιτικής ελέγχου των κινδύνων.

Επιπλέον, το κεφάλαιο του επενδυτή κατατίθεται σε μία τράπεζα και χρησιμεύει σαν ασφάλεια για την ανάληψη ανοικτής θέσης. Εάν για παράδειγμα οι τιμές των ομολόγων ανεβούν οι επενδυτές συσσωρεύουν τεράστια κέρδη, όμως αν πέσουν πρέπει να υπάρχουν επιπλέον διαθέσιμα κεφάλαια ώστε να καλύψουν τη ζημιά.

Καταβάλλεται επίσης προσπάθεια από τις ρυθμιστικές αρχές να:

  • βελτιωθεί η διαθέσιμη πληροφόρηση για τις αγορές στις οποίες δραστηριοποιούνται τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου και
  • γίνουν αποδεκτές διαδικασίες που στοχεύουν στην απόκτηση πληροφόρησης και εμπειρίας για τη διαχείριση των κινδύνων που προκύπτουν από τη δράση αυτών των κεφαλαίων.

Διαφορές Hedge Funds, Mutual Funds & Private Equity Funds

Παρά το γεγονός ότι τα επενδυτικά τους προφίλ τους είναι συχνά παρόμοια, υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των στόχων και του είδους των επενδύσεων που επιδιώκουν τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου (hedge funds) σε σχέση με τα αμοιβαία κεφάλαια (mutual funds) και τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity funds).

Τα hedge funds είναι επενδυτικά σχήματα διαθέσιμα μόνο σε ειδικευμένους επενδυτές, όπως ιδρύματα και ιδιώτες με σημαντικά περιουσιακά στοιχεία που δεν μπορούν να προσφερθούν ή να πωληθούν στο ευρύ κοινό.

Ενώ θεωρητικά όλα τα επενδυτικά σχήματα αναζητούν τη μέγιστη δυνατή απόδοση με το χαμηλότερο δυνατό επίπεδο κινδύνου, ο βραχυπρόθεσμος προσανατολισμός των hedge funds αναγκαστικά συνεπάγεται την αποδοχή υψηλότερου επίπεδου κινδύνου.

Αποζημίωση

Τόσο τα κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου όσο και τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια απευθύνονται σε εύπορους πελάτες, οι οποίοι καταβάλουν στους διαχειριστές των κεφαλαίων τους ένα σταθερό ποσό ως έξοδα διαχείρισης συν ένα ποσοστό επί των κερδών.

Ωστόσο, οι διαχειριστές των hedge funds αποζημιώνονται με διαφορετικό τρόπο από τους διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων (mutual funds). Οι διαχειριστές αμοιβαίων κεφαλαίων αμείβονται ανεξαρτήτως της απόδοσης των κεφαλαίων τους, ενώ αντίθετα οι διαχειριστές των hedge funds, λαμβάνουν ένα ποσοστό επί των αποδόσεων που κερδίζουν για τους επενδυτές, συν τα έξοδα διαχείρισης τα οποία κυμαίνονται μεταξύ 1% και 4% της καθαρής αξίας του Ενεργητικού του σχήματος.

Το πλεονέκτημα του δεύτερου τρόπου είναι ότι είναι ελκυστική για τους επενδυτές οι οποίοι δεν χρειάζονται να καταβάλλουν χρήματα όταν οι αποδόσεις δεν είναι οι αναμενόμενες, ωστόσο αυτή η δομή αποζημίωσης οδηγεί τους διαχειριστές των hedge funds να γίνουν πιο επιθετικοί στις επενδύσεις τους ώστε να έχουν υψηλότερες αποδόσεις κι άρα υψηλότερες προμήθειες.

Ρευστοποίηση

Τα hedge funds δεν είναι τόσο εύκολα ρευστοποιήσιμα όσο τα αμοιβαία κεφάλαια, γεγονός που καθιστά την απόσυρση των κεφαλαίων δυσκολότερη για τον επενδυτή. Τα αμοιβαία κεφάλαια έχουν μια τιμή ανά μετοχή η οποία υπολογίζεται καθημερινά, ώστε να μπορεί να αποσυρθεί ο επενδυτής ανά πάσα στιγμή στην τρέχουσα αξία.

Αντιθέτως τα περισσότερα hedge funds, επιδιώκουν να δημιουργήσουν κέρδη στο εύρος μιας χρονικής περιόδου που ονομάζεται “lock-up period,” κατά τη διάρκεια της οποίας οι επενδυτές δεν μπορούν να αποσύρουν τα κεφάλαια τους. Η συμμετοχή σε ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια (private equity funds) είναι ακόμα πιο δύσκολα ρευστοποιήσιμη καθώς τείνουν να επενδύουν σε νεοσύστατες εταιρείες, άρα οι επενδυτές μπορεί να εγκλωβιστούν για χρόνια.

Είδος επενδύσεων

Τα αντισταθμιστικά κεφάλαια (hedge funds) επενδύουν σχεδόν στα πάντα – μεμονωμένες μετοχές (συμπεριλαμβανομένων των ανοικτών πωλήσεων και των δικαιωμάτων προαίρεσης), ομόλογα, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, νομίσματα, ευκαιρίες arbitrage, παράγωγα, γενικά οποιαδήποτε επένδυση κρίνουν οι διαχειριστές ότι προσφέρουν υψηλές δυνητικές αποδόσεις σε σύντομο χρονικό διάστημα. Στόχος των hedge funds είναι τα μέγιστα βραχυπρόθεσμα κέρδη.

Τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια μοιάζουν περισσότερο με εταιρείες επιχειρηματικών κεφαλαίων (venture capital firms) αφού επενδύουν απευθείας σε εταιρείες. Συνήθως χρησιμοποιούν μοχλευμένες εξαγορές για να αποκτήσουν οικονομικά αδύναμες ιδιωτικές εταιρείες, παρόλο που μερικές φορές επιδιώκουν να αποκτήσουν έλεγχο και σε εταιρίες εισηγμένες στο χρηματιστήριο, μέσω των αγορών μεγάλων πακέτων μετοχών. Σε αντίθεση με τα hedge funds που επικεντρώνονται σε βραχυπρόθεσμα κέρδη, τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια επικεντρώνονται στο μακροπρόθεσμο δυναμικό του χαρτοφυλακίου των επιχειρήσεων που αποκτούν.

Για να επιτύχουν τους στόχους τους, τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια έχουν συνήθως, εκτός από τον διαχειριστή του ταμείου, μια ομάδα έμπειρων διοικητικών οι οποίοι αναλαμβάνουν τη διαχείριση των εξαγοραζόμενων εταιρειών.

Από τη στιγμή που αποκτούν τον έλεγχο σε μια εταιρεία, τα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια προσπαθούν να βελτιώσουν την εταιρεία μέσω αλλαγών στη διοίκηση, τον εξορθολογισμό της λειτουργίας της και αν είναι δυνατόν την επέκταση της, με τον τελικό στόχο της πώλησης της εταιρείας με σκοπό το κέρδος, είτε ιδιωτικά είτε μέσω μιας αρχικής δημόσιας προσφοράς στο χρηματιστήριο.