Τραπεζικά Τεστ Αντοχής (Bank stress tests)

Τραπεζικά τεστ αντοχής (stress tests) είναι ουσιαστικά προσομοιώσεις μελλοντικών οικονομικών γεγονότων, που μοντελοποιούν αντίξοα οικονομικά σενάρια (worst-case scenarios), σχεδιασμένα για να αξιολογήσουν αν μια τράπεζα ή ένα χρηματοπιστωτικό ίδρυμα έχει επαρκή κεφάλαια για να αντέξει τις επιπτώσεις δυνητικών αρνητικών εξελίξεων στην οικονομία.

Τα τραπεζικά stress test διεξάγονται είτε από τις ίδιες τις τράπεζες, για να προσδιορίσουν την οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκονται ώστε να αναγνωρίσουν πιθανά προβλήματα και να καθορίσουν τα απαιτούμενα σχέδια δράσης, είτε από τις εποπτικές αρχές, στο πλαίσιο της ρυθμιστικής εποπτείας τους στον τραπεζικό τομέα.

Ενώ μια τράπεζα τρέχει προσομοιώσεις σε μεμονωμένο επίπεδο, οι ρυθμιστικές αρχές των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων και της κυβέρνησης χρησιμοποιούν υπολογιστικά μοντέλα προσομοίωσης σε πιο ευρεία κλίμακα χρησιμοποιώντας δεδομένα από πολλά τραπεζικά ιδρύματα προκειμένου να γίνουν πλήρως κατανοητές όλες οι πιθανές καταστάσεις τις οποίες μπορεί να κληθεί να αντιμετωπίσει το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να αξιολογήσουν κατά πόσο μπορεί να επηρεαστεί από μία ενδεχόμενη οικονομική κρίση.

Σκοπός των τραπεζικών τεστ αντοχής (stress tests)

Τα αποτελέσματα των stress tests χρησιμοποιούνται από τις εποπτικές αρχές για να εξετάσουν κατά πόσο οι τράπεζες διαθέτουν κατάλληλες διαδικασίες διαχείρισης κινδύνου (risk management) σε περίπτωση που περιοριστούν σημαντικά οι πηγές χρηματοδότησης τους, όπως για παράδειγμα σε περίπτωση “παγώματος” της αγοράς, ή σημαντικής μείωσης του αριθμού των καταθέσεων / καταθετών της (depositor run).

Για παράδειγμα, μια τράπεζα που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση (short-term funding) θα μπορούσε να πιεστεί να εκδώσει πιο μακροπρόθεσμο χρέος, να αυξήσει τις πηγές χρηματοδότησης της, ή να αυξήσει τα αποθέματά της σε περιουσιακά στοιχεία που ρευστοποιούνται εύκολα εάν η εκάστοτε εποπτική αρχή και οι οικονομικοί αναλυτές κρίνουν ότι αυτό είναι απαραίτητο μετά από εξέταση των Ισολογισμών της, ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει σε ένα δυσχερές οικονομικό κλίμα.

Τέτοιες δοκιμές παρέχουν μια μεγαλύτερη και πιο συνολική εικόνα για το τραπεζικό σύστημα, ενώ τα αποτελέσματα αυτών των αναλύσεων συχνά δημοσιοποιούνται στο κοινό και έχουν ως στόχο να τονώσουν την εμπιστοσύνη του στο οικονομικό σύστημα.

Κάθε χρηματοπιστωτικό ίδρυμα που συμμετέχει σε αυτά τα τεστ αντοχής έχει λάβει εντολή να αναλύσει την σημασία και την έκταση των δυνητικών ζημιών συμπεριλαμβανομένων των δανείων της, των τίτλων που έχει στο χαρτοφυλάκιο της, τις υποχρεώσεις της κτλ.

Τα συμμετέχοντα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα θα πρέπει να προβλέψουν επίσης τους εσωτερικούς πόρους που απαιτούνται για την απορρόφηση των ζημιών, όπως για παράδειγμα το ύψος των απαιτούμενων αποζημιώσεων για δάνεια που εκδόθηκαν.

Αξιολόγηση κεφαλαιακής επάρκειας τραπεζών

Η αξιολόγηση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών λαμβάνει υπόψη της πολλούς παράγοντες, όπως:

και άλλους αστάθμητους παράγοντες που πιθανώς να επηρεάζουν την ομαλή λειτουργία και  την οικονομική υγεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.

Η προσομοίωση είναι μια χρήσιμη μέθοδος για την μελέτη συμπεριφοράς ενός χαρτοφυλακίου κατά τη διάρκεια μιας οικονομικής κρίσης ενώ χρησιμοποιείται επίσης για να μετρήσει το βαθμό στον οποίο ορισμένοι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν μια επιχείρηση ή μια ολόκληρη βιομηχανία, με την προσομοίωση Monte Carlo να είναι μία από τις πιο ευρέως χρησιμοποιούμενες μεθόδους.

Σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες, οι εποπτικές αρχές αναμένουν από τις τράπεζες να διατηρούν κεφάλαια πάνω από ένα ελάχιστο προκαθορισμένο επίπεδο ανάλογα με το επίπεδο και τη φύση των κινδύνων στους οποίους εκτίθενται.