Αγορά συναλλάγματος είναι μια παγκόσμια αγορά η οποία περιλαμβάνει όλα τα χρηματοοικονομικά κέντρα του κόσμου και στην οποία γίνεται η αγοραπωλησία όλων των εθνικών νομισμάτων.
Σκοπός των αγορών συναλλάγματος είναι να επιτρέπουν μεταφορές της αγοραστικής δύναμης από ένα νόμισμα σε ένα άλλο, δηλαδή η διαπραγμάτευση νομισμάτων. Οι περισσότερες συναλλαγές γίνονται μέσω της διεθνούς διατραπεζικής αγοράς (interbank market) όπου οι μεγαλύτερες τράπεζες διαπραγματεύονται μεταξύ τους.
Τα κέντρα της αγοράς συναλλάγματος ανά τον κόσμο (Τόκιο, Σιγκαπούρη, Χονγκ-Κονγκ, Μπαχρέιν, Ευρώπη, Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Σύδνεϋ) λειτουργούν όλο το 24ωρο και είναι άμεσα συνδεμένα μεταξύ τους ώστε να ελέγχουν ανα πάσα στιγμή τη θέση τους σε διάφορα νομίσματα.
Η αγορά συναλλάγματος συνδέει άμεσα το εγχώριο με το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα και διευκολύνει την πρόσβαση των κατοίκων της ημεδαπής στις διεθνείς αγορές και των ξένων διαπραγματευτών στις εγχώριες.
Οι εξελίξεις στην αγορά συναλλάγματος έχουν άμεση επίδραση στα εγχώρια μακροοικονομικά μεγέθη: πληθωρισμός, επιτόκια, προσφορά χρήματος, νομισματική πολιτική. Επηρεάζουν το ΑΕΠ, το ισοζύγιο πληρωμών, τις αποφάσεις των επιχειρήσεων για διεθνοποίηση ή μη των παραγωγικών δραστηριοτήτων τους.
Κατηγορίες συναλλαγματικών αγορών
Η αγορά συναλλάγματος, ανάλογα με το μέγεθος των συναλλαγών, μπορεί να διακριθεί στη:
Χονδρική αγορά (wholesale market)
Στη χονδρική αγορά οι μεγαλύτερες τράπεζες, διαπραγματευτές (traders) και διαμεσολαβητές (brokers) νομισμάτων ανακοινώνουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες στις οποίες είναι διατεθειμένοι να διαπραγματευτούν μεταξύ τους αλλά και με μεγάλους οργανισμούς.
Λιανική αγορά (retail market)
Στη λιανική αγορά μπορεί κάποιος, ακόμα και ιδιώτης, να αγοράζει ή να πωλεί μικρότερες ποσότητες συναλλάγματος σε μία προκαθορισμένη τιμή.
Οι βασικοί συμμετέχοντες στην αγορά ξένου συναλλάγματος είναι μεγάλες επενδυτικές και εμπορικές τράπεζες, μεσίτες νομισμάτων στην διατραπεζική αγορά, πολυεθνικές επιχειρήσεις, και κεντρικές εθνικές τράπεζες.
Πολλοί συμμετέχοντες στην χονδρική αγορά δρουν και ως ειδικοί διαπραγματευτές (market makers) δηλαδή ανακοινώνουν σε ποιες τιμές είναι διατεθειμένοι να αγοράσουν και να πουλήσουν ένα νόμισμα σε άλλους συμμετέχοντες στην αγορά.
Οι ανακοινώσεις τιμών από τους ειδικούς διαπραγματευτές είναι δεσμευτικές, δηλαδή αυτοί είναι υποχρεωμένοι να κάνουν συναλλαγές στις τιμές που ανακοίνωσαν. Ένα μεγάλο μέρος των συναλλαγών στην αγορά αυτή γίνεται μέσω μεσιτών νομισμάτων.
Παράδειγμα:
Μία πολυεθνική επιχείρηση που θέλει να πουλήσει 20.000.0000€ για δολάρια ($) σε μία συγκεκριμένη τιμή μπορεί να προσεγγίσει έναν μεσίτη και να κάνει μία προσφορά. Ο μεσίτης, ο οποίος έχει επαφές με τις περισσότερες τράπεζες, θα ψάξει την αγορά να δει εάν υπάρχει κάποιος αγοραστής στην τιμή που θέλει η πολυεθνική.
Συναλλαγές στην αγορά συναλλάγματος
Μία συναλλαγή στην αγορά ξένου συναλλάγματος μπορεί να είναι είτε τρέχουσα (spot) είτε προθεσμιακή (forward) είτε συναλλαγή ανταλλαγής νομισμάτων (swap).
Μία συναλλαγή είναι συναλλαγή spot όταν απαιτεί άμεση παράδοση του ξένου νομίσματος (συνήθως δύο εργάσιμες ημέρες, αν και μπορεί να είναι μέχρι 7 ημέρες κατόπιν ειδικής συμφωνίας), ενώ όταν η παράδοση θα γίνει σε μία μελλοντική στιγμή σε ισοτιμία που συμφωνείται σήμερα πρόκειται για συναλλαγή forward (συνήθως 30, 90, 180, 270, και 360 ημέρες παράδοσης, αν και μεγαλύτερες προθεσμίες είναι δυνατές).
Όταν η συναλλαγή συνδυάζει ταυτόχρονα μία spot και μία forward συναλλαγή στην αντίθετη κατεύθυνση (για το ίδιο ποσό) πρόκειται για συναλλαγή swap.