Ποσοτική χαλάρωση (QE) είναι μια νομισματική πολιτική στην οποία η κεντρική τράπεζα αγοράζει κρατικά χρεόγραφα ή περιουσιακά στοιχεία από τη δευτερογενή αγορά και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα προκειμένου να τονωθεί η οικονομία σε περιόδους όπου η παραδοσιακή νομισματική πολιτική δεν φέρει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Η κεντρική τράπεζα αγοράζοντας χρεόγραφα προκαλεί άνοδο των τιμών τους και μείωση της απόδοσης (επιτοκίων) τους, ενώ ταυτόχρονα αυξάνεται η προσφορά χρήματος στην οικονομία.
Η πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης έχει σαν αποτέλεσμα να αυξηθούν τα διαθέσιμα κεφάλαια των εμπορικών τραπεζών, τα οποία θα επενδυθούν στην αγορά νέων χρηματοπιστωτικών προϊόντων, προκαλώντας αύξηση των επιπέδων δανεισμού και της ρευστότητας.
Προϋπόθεση των παραπάνω είναι:
- οι εμπορικές τράπεζες να διαθέσουν τα πλεονάζοντα κεφάλαια στην αγορά αλλιώς η ποσοτική χαλάρωση κρίνεται αναποτελεσματική.
- η κεντρική τράπεζα να έχει τον έλεγχο του νομίσματος της χώρας, άρα για τις ΗΠΑ υπεύθυνη για την επιβολή Ποσοτικής Χαλάρωσης είναι η FED και για την Ευρωζώνη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Διαδικασία της Ποσοτικής Χαλάρωσης:
- Η Κεντρική Τράπεζα μιας χώρας ή μιας νομισματικής ένωσης δημιουργεί χρήμα
- Το νέο χρήμα χρησιμοποιείται για την αγορά χρεογράφων από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και την χρηματαγορά
- Αυτή η κίνηση προκαλεί πτώση των επιτοκίων
- Τα κεφάλαια των τραπεζών αυξάνονται από την πώληση των χρεογράφων στην Κεντρική Τράπεζα
- Λόγω χαμηλών επιτοκίων (άρα χαμηλής απόδοσης εναλλακτικών επενδύσεων) και υψηλών αποθεματικών οι τράπεζες αυξάνουν την χορήγηση δανείων
- Οι καταναλωτές και οι επιχειρήσεις εκμεταλλεύονται τα χαμηλά επιτόκια κι αυξάνουν το δανεισμό τους
- Η αύξηση διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών αυξάνει την κίνηση της αγοράς και προκαλεί ανάπτυξη της οικονομίας
Στην παραδοσιακή νομισματική πολιτική, η κεντρική τράπεζα για να τονώσει την οικονομία αγοράζει βραχυπρόθεσμα κρατικά ομόλογα ώστε να μειώσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια της αγοράς και τα διατραπεζικά επιτόκια, με τα οποία δανείζουν η μία τράπεζα στην άλλη (διατραπεζικές καταθέσεις). Ωστόσο, όταν τα επιτόκια πλησιάζουν το μηδέν η πολιτική αυτή δεν λειτουργεί κι έτσι οι νομισματικές αρχές χρησιμοποιούν την QE προκειμένου να τονώσουν την οικονομία.
Η μέθοδος της ποσοτικής χαλάρωσης βοηθάει στη διατήρηση του πληθωρισμού σε ανεκτά επίπεδα, αν και η υπερβολική προσφορά χρήματος από την αγορά των ρευστών περιουσιακών στοιχείων, μπορεί να προκαλέσει υπερπληθωρισμό μακροπρόθεσμα.
Για να αποφευχθεί η υπερβολική άνοδος, θα πρέπει η οικονομική ανάπτυξη να υπερκεράσει την αύξηση της προσφοράς χρήματος.
Συνέπεια της ποσοτικής χαλάρωσης στην ισοτιμία
Η αύξηση της προσφοράς χρήματος προκαλεί υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος σε σχέση με των άλλων χωρών, δηλαδή μειώνεται η συναλλαγματική ισοτιμία.
Τα χαμηλότερα επιτόκια που επικρατούν στην αγορά οδηγούν σε εκροή κεφαλαίων από τη χώρα, μειώνοντας την εξωτερική ζήτηση για τα χρήματα της, με συνέπεια ένα πιο αδύναμο νόμισμα.
Αυτή η συνέπεια της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης ωφελεί άμεσα τους εξαγωγείς και τους οφειλέτες, εφόσον η πτώση των επιτοκίων, μειώνει ταυτόχρονα και τα χρέη. Αντίστοιχα βλάπτονται οι εισαγωγείς της χώρας, εφόσον τα εμπορεύματα από το εξωτερικό γίνονται ακριβότερα και οι πιστωτές που αναμένουν λιγότερα έσοδα από τόκους.