Θεώρημα Ισοδυναμίας Επιτοκίων (Interest rate parity)

Θεώρημα ισοδυναμίας επιτοκίων είναι μια οικονομική έννοια που ορίζει ότι εάν το επιτόκιο σε ένα ξένο νόμισμα είναι διαφορετικό από το επιτόκιο του εγχώριου νομίσματος, τότε η προθεσμιακή ισοτιμία (forward) των δύο νομισμάτων θα πρέπει να διαφέρει τόσο από τη spot ισοτιμία ώστε να μη μπορεί να γίνει arbitrage.

Παράδειγμα:
Έστω ότι τα ομόλογα Αργεντινής έχουν απόδοση 30% ενώ τα ομόλογα Ιαπωνίας έχουν απόδοση 2%. Κανονικά θα έπρεπε να υπάρχει μετακίνηση κεφαλαίων από την Ιαπωνία στην Αργεντινή μέχρι να εκλείψει αυτή η διαφορά στις αποδόσεις, με την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν κυβερνητικοί περιορισμοί στη διεθνή μεταφορά κεφαλαίων, ούτε κόστος συναλλαγών.

Το εμπόδιο που αποτρέπει τα ιαπωνικά κεφάλαια να μετακινηθούν προς την Αργεντινή είναι ο συναλλαγματικός κίνδυνος. Από τη στιγμή που τα ιαπωνικά γιεν ανταλλαγούν για Αργεντίνικα πέσος, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι το πέσο δεν θα υποτιμηθεί ως προς το γιεν.

Ωστόσο, υπάρχει ένας τρόπος εγγυημένης ισοτιμίας μετατροπής ανάμεσα στο πέσο και στο γιεν:

Ένας trader μπορεί να χρησιμοποιήσει ένα προθεσμιακό συμβόλαιο συναλλάγματος, το οποίο εξαλείφει το συναλλαγματικό κίνδυνο.

Ένα προθεσμιακό συμβόλαιο συναλλάγματος επιτρέπει στον trader να συγκρίνει αποδόσεις στο εγχώριο νόμισμα με αποδόσεις στο ξένο νόμισμα (μεταφρασμένες στο εγχώριο νόμισμα), χωρίς να αντιμετωπίζει το συναλλαγματικό κίνδυνο. Το arbitrage θα εξασφαλίσει ότι και οι δύο γνωστές αποδόσεις, εκφρασμένες στο ίδιο νόμισμα, είναι ίσες.

Το θεώρημα ισοδυναμίας επιτοκίων είναι ένας από τους θεμελιώδεις νόμους των διεθνών χρηματοοικονομικών.