Ανταλλακτική αξία ή αξία ανταλλαγής, θεωρείται η χρηματική αξία ενός αγαθού σε σχέση με άλλα αγαθά.
Ορισμένοι οικονομολόγοι, όπως ο David Ricardo και ο Karl Marx, υποστήριξαν ότι η αγοραία αξία ενός αγαθού, δηλαδή η ανταλλακτική του αξία, προσδιορίζεται με βάση τις ποσότητες των παραγωγικών συντελεστών που απαιτεί η παραγωγή του. Αυτές τις περιόρισαν στην ποσότητα της εργασίας της ενσωματωμένης σε ένα αγαθό.
Με βάση αυτή την περί αξίας θεωρία της εργασίας (value theory of labour), όσο περισσότερη εργασία χρειαζόταν, άμεσα ή έμμεσα, η παραγωγή ενός αγαθού (έμμεσα ως εργασία που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για να παραχθεί το υλικό κεφάλαιο που απασχολείται στην παραγωγή του αγαθού) τόσο πιο πολύτιμο θα ήταν αυτό.
Η θέση αυτή ήταν εσφαλμένη γιατί εξαρτούσε την αξία του αγαθού μόνον από τις συνθήκες της προσφοράς του αγνοώντας τον παράγοντα της ζήτησης. Άλλοι οικονομολόγοι επικεντρώθηκαν μόνο στη ζήτηση, μη λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες της προσφοράς.