Φοροδιαφυγή είναι κάθε παράνομη πράξη ή παράλειψη του φορολογουμένου, με την οποία επιδιώκει τη μείωση της φορολογικής του επιβάρυνσης ή αποφυγή καταβολής του φόρου που του έχει βεβαιωθεί.
Η φοροδιαφυγή, που δεν θα πρέπει να συγχέεται με την φοροαποφυγή, ταυτίζεται με την καταστρατήγηση των διατάξεων των ισχυόντων φορολογικών νόμων, όπως πχ παράλειψη υποβολής φορολογικής δήλωσης ή υποβολή ανακριβών δηλώσεων ή εικονικών φορολογικών παραστατικών.
Η ύπαρξη της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας έχει τεράστιες αρνητικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις. Δημιουργεί άνιση κατανομή των φορολογικών βαρών και στερεί το Δημόσιο από σημαντικούς πόρους, τους οποίους, προκείμενου να τους εξασφαλίσει, επιβάλλει νέες φορολογικές επιβαρύνσεις σ’ εκείνους που δεν μπορούν να αποφύγουν τη φορολόγηση.
Έτσι, επιδεινώνονται οι πληθωριστικές διαδικασίες και οι μακροοικονομικές ανισορροπίες, ιδιαίτερα, σε περιόδους ύφεσης και εφαρμογής σταθεροποιητικών προγραμμάτων (συγκράτησης αύξησης των μισθών και εισοδημάτων).
Το μεγάλο μέγεθος της φοροδιαφυγής, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παραοικονομία, παίζει σημαντικό αρνητικό ρόλο στην αποτελεσματικότητα οποιωνδήποτε στόχων οικονομικής πολιτικής.
Είναι κοινή διαπίστωση ότι κάθε μορφής φορολογία προκαλεί αντιδράσεις των φορολογουμένων (ατόμων και επιχειρήσεων), με σκοπό τον περιορισμό της φορολογικής τους επιβάρυνσης.
Η αντίδραση των φορολογουμένων εκδηλώνεται σήμερα με τέσσερις τρόπους:
- τη φοροδιαφυγή
- τη φοροαποφυγή
- τη μετακύλιση του φορολογικού βάρους και
- το φορολογικό προγραμματισμό
Αίτια της φοροδιαφυγής
Έχει παρατηρηθεί ότι η φοροδιαφυγή ανθεί στις οικονομίες εκείνες που υπάρχει μεγάλη παραοικονομία, υψηλό ποσοστό αυτοαπασχολουμένων (μη μισθωτών), χαμηλό επίπεδο προσφερομένων δημοσίων αγαθών/υπηρεσιών και υψηλοί φορολογικοί συντελεστές.
Εντούτοις οι προσδιοριστικοί παράγοντες της ροπής προς φοροδιαφυγή έχουν διευρυνθεί και είναι πλέον φορολογικοί και μη. Ειδικότερα, έχουν επισημανθεί οι εξής παράγοντες:
- Το ύψος των φορολογικών συντελεστών.
- Η διάρθρωση της οικονομίας και της οικονομικής δραστηριότητας (π.χ. βαθμός παραοικονομίας, ποσοστό των μη μισθωτών στο σύνολο του εργατικού δυναμικού, ποσοστό του γεωργικού τομέα στο σύνολο του ΑΕΠ).
- Η ανεπάρκεια των δημοσίων υπηρεσιών να καταγράψουν επακριβώς το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων.
- Η ανεπάρκεια των φοροτεχνικών υπηρεσιών να βεβαιώσουν, να εισπράξουν τους φόρους και να διασταυρώσουν τα φορολογικά στοιχεία.
- Οι συστηματικές ρυθμίσεις φορολογικής αμνηστίας.
- Η έλλειψη δημοσιονομικού κτηματολογίου.
- Ο τρόπος διακυβέρνησης μιας χώρας και διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και ιδιαίτερα του προϊόντος των φορολογιών.
- Η άδικη κι αυθαίρετη μεταχείριση των φορολογουμένων από το κράτος (π.χ. τα υψηλά επιτόκια επιβάρυνσης των φορολογουμένων στην περίπτωση που οφείλουν, αλλά όχι όταν τους οφείλει το κράτος).
- Το επίπεδο των προσφερομένων δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών.
- Το ύψος των ποινών για φορολογικές παραβάσεις.
- Το στάδιο του οικονομικού κύκλου που βρίσκεται η οικονομία (ύφεση-ανεργία-πληθωρισμός).
- Το μέγεθος του δημόσιου τομέα, σε συνδυασμό με το βαθμό του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομική δραστηριότητα.
Φοροδιαφυγή – Παραοικονομία
Σχετικά με τη σχέση φοροδιαφυγής-παραοικονομίας θα πρέπει να σημανθεί ότι δεν υπάρχει ταύτιση αυτών των εννοιών γιατί η παραοικονομία συνήθως συνεπάγεται φοροδιαφυγή, ιδίως των αμέσων φόρων, αλλά η ύπαρξη φοροδιαφυγής δεν προϋποθέτει πάντοτε την ύπαρξη παραοικονομίας. Η φοροδιαφυγή, συνεπώς, είναι το σύνολο και η παραοικονομία υποσύνολο.
Η αναποτελεσματικότητα των οικονομικών μέτρων όταν υπάρχει φοροδιαφυγή-παραοικονομία οφείλεται στο γεγονός ότι η οικονομική πολιτική βασίζεται στα επίσημα στατιστικά στοιχεία κι έτσι δεν αγγίζει πολλές δραστηριότητες, οι οποίες δεν μπορούν να καταγραφούν.
Επομένως τα εισπραττόμενα έσοδα του ΦΠΑ θα έπρεπε να υπερβαίνουν κατά πολύ τα προϋπολογισθέντα, στην πραγματικότητα όμως συμβαίνει το αντίθετο.
Η διάρθρωση της απασχόλησης και των αμοιβών είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει τα άτομα σε συμπληρωματικές μορφές μερικής απασχόλησης, π.χ. ιδιωτικά φροντιστήρια, όπου παραοικονομούν και φοροδιαφεύγουν.
Αυτό σημαίνει ότι πολλοί άνεργοι θα εισπράττουν επιδόματα ανεργίας και ταυτόχρονα θα έχουν κάποια μερική απασχόληση. Αυτού του είδους η απασχόληση είναι επιθυμητή και από τους εργοδότες, γιατί δεν καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές (εισφοροδιαφυγή).
Είναι φανερό, συνεπώς, ότι η υπάρχουσα κατάσταση προσφέρει όλες τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη ισχυρών κινήτρων για φοροδιαφυγή, η οποία αυξάνεται διαχρονικά.
Εντοπισμός φοροδιαφυγής
Άμεσοι φόροι
Τελευταία στην Ελλάδα το ποσοστό συμμετοχής του φόρου των μισθωτών στο σύνολο του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (που αποτελεί και το μεγαλύτερο μέρος των άμεσων φόρων) αυξάνεται σε αντίθεση με των μη μισθωτών, των οποίων ο αριθμός αυξάνεται, ενώ η συνεισφορά τους στα φορολογικά βάρη συστηματικά μειώνεται.
Αυτό σημαίνει ότι το κράτος αδυνατεί να συλλάβει το εισόδημα που προέρχεται από ανεξάρτητη εργασία (και περιουσία) με συνέπεια την αύξηση των φορολογιών και του φορολογικού βάρους των μισθωτών, προκειμένου να καλυφθούν οι αυξανόμενες δημόσιες δαπάνες.
Έμμεσοι φόροι
Η ύπαρξη πολλών γενικών-ειδικών υπέρ τρίτων φόρων, η πανσπερμία και η συχνή αλλαγή των φορολογικών διατάξεων, οι υψηλοί συντελεστές των ειδικών φόρων, η συσσωρευτική φορολόγηση του ιδίου φορολογικού αντικειμένου, η αδυναμία των φοροτεχνικών αρχών να διασταυρώσουν τα φορολογικά στοιχεία και να ελέγξουν τη διακίνηση αγαθών και η διευρυνόμενη παραοικονομία συμβάλλουν στην ύπαρξη φοροδιαφυγής στον τομέα των εμμέσων φόρων.
Η φοροδιαφυγή αυτή εντοπίζεται κυρίως στους φόρους που επιβάλλονται στα εγχώρια προϊόντα (ΦΠΑ, χαρτόσημο, ΦΚΕ). Αντίθετα, η φοροδιαφυγή στα εισαγόμενα προϊόντα θεωρείται περιορισμένη, επικεντρώνεται στη δασμοφοροδιαφυγή από τη λαθραία εισαγωγή αγαθών και δεν είναι εύκολο να μετρηθεί.
Η άποψη ότι ο τρόπος λειτουργίας του νέου φόρου θα δημιουργούσε αντιτιθέμενα συμφέροντα μεταξύ των συναλλασσομένων απεδείχθη λανθασμένη στην πράξη, αφού το «κοινό συμφέρον» των συναλλασσομένων οδηγεί σε απόκρυψη των συναλλαγών ή υποτιμολόγηση.
Ειδικότερα, η μη έκδοση τιμολογίων ή η έκδοση τιμολογίου με χαμηλότερες ποσότητες από τις πραγματικές ή η διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων προϊόντων με το ίδιο τιμολόγιο μικρότερης αξίας, ωφελεί τόσο τον αγοραστή (καταναλωτή) αφού ο ΦΠΑ επηρεάζει άμεσα το ύψος της τιμής ενός αγαθού, όσο και τον πωλητή αφού η μη εμφάνιση των πραγματικών τιμολογίων μειώνει τον τζίρο του, άρα και το φορολογητέο του εισόδημα και επιπλέον ασκεί αθέμιτο ανταγωνισμό σε βάρος εκείνου του πωλητή, ο οποίος επιβάλλει πλήρως τον ΦΠΑ σε όλες τις συναλλαγές, με συνέπεια οι τιμές του να είναι υψηλότερες.
Αυτό σημαίνει ότι η φοροδιαφυγή στον ΦΠΑ συνεπάγεται απώλεια εσόδων στην έμμεση φορολογία, αλλά και στη φορολογία εισοδήματος. Έτσι, παρατηρείται το ταυτόχρονο φαινόμενο του καταναλωτή-φοροφυγάδα και του επιχειρηματία-φοροφυγάδα.
Υπολογισμός φοροδιαφυγής στον ΦΠΑ
Η επακριβής μέτρηση του ύψους της φοροδιαφυγής στον χώρο του ΦΠΑ δεν είναι εύκολο έργο, μπορεί όμως να γίνει μια εκτίμηση αυτού του ποσού, βασιζόμενη σε εθνικολογιστικά στοιχεία (ιδιωτική κατανάλωση και αυτοκατανάλωση αγροτών) και στην εκτέλεση του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή σύγκριση των εισπραττόμενων εσόδων του ΦΠΑ με εκείνα που έπρεπε να προκύπτουν σύμφωνα με τη βάση του φόρου, όπως προσδιορίζεται από τους φορολογικούς νόμους και τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών.
Τα τελευταία είναι τα επίσημα οικονομικά μεγέθη και προσδιορίζοντας τη βάση του ΦΠΑ κατά φορολογικό συντελεστή, υπολογίζονται τα θεωρητικά έσοδα του φόρου.
Τα θεωρητικά αυτά όμως έσοδα δεν περιλαμβάνουν τις συναλλαγές της παραοικονομίας, αλλά κι αυτής καθεαυτής της φοροδιαφυγής, γιατί τα εθνικολογιστικά στοιχεία αναφέρονται στην επίσημη οικονομική δραστηριότητα.
Γενικά η διαφορά μεταξύ των συνολικών θεωρητικών εσόδων και των εισπραχθέντων εσόδων, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό, δίνει μια πολύ αξιόπιστη προσέγγιση του μεγέθους της φοροδιαφυγής στον ΦΠΑ.
Τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών αναφέρονται στην τελική δαπάνη της οικονομίας και επομένως αποτελούν αξιόπιστη πηγή, δεδομένου ότι το κυριότερο χαρακτηριστικό του ΦΠΑ είναι ότι συνδέεται με τη φορολόγηση της τελικής δαπάνης για αγορά αγαθών-υπηρεσιών.
Συμπεράσματα για τη φοροδιαφυγή
Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής δεν μπορεί να επιτευχθεί με ευκαιριακά μέτρα, χρειάζεται μια συστηματική μεθόδευση και προγραμματισμός ενεργειών γιατί είναι ένα πολύπλοκο φαινόμενο.
Η μεθόδευση αυτή είναι απαραίτητη γιατί η φοροδιαφυγή δεν εξαρτάται μόνον από φορολογικούς ή οικονομικούς παράγοντες, αλλά από το συνδυασμό πολλών άλλων παραγόντων, όπως π.χ. το ήθος εκείνων που εκάστοτε ασκούν την οικονομική πολιτική.
Εάν, συνεπώς, η εκάστοτε κυβέρνηση έπαιρνε στα σοβαρά την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής και εφάρμοζε μια ορθολογική οικονομική και ειδικότερα δημοσιονομική πολιτική, ο περιορισμός έστω ενός μέρους της φοροδιαφυγής θα ήταν αρκετός για να μηδενιστεί το δημοσιονομικό έλλειμα και να αποφευχθεί οποιαδήποτε αύξηση των φόρων.