Υποτίμηση ενός νομίσματος είναι η μείωση στη συναλλαγματική ισοτιμία (ανταλλακτική αξία) του σε σχέση με μία επιλεγμένη βάση. Η βάση μπορεί να είναι οτιδήποτε μεταξύ των εγχώριων μισθών, της παγκόσμιας τιμής του χρυσού ή ενός ξένου νομίσματος.
Το αποτέλεσμα της υποτίμησης είναι να γίνουν οι εξαγωγές λιγότερο ακριβές για τους ξένους καταναλωτές και οι εισαγωγές πιο ακριβές για τους εγχώριους. Με την μείωση της τιμής των εξαγόμενων προϊόντων και την αύξηση των τιμών των εισαγόμενων προϊόντων, η υποτίμηση ενθαρρύνει τις εξαγωγές της χώρας και αποθαρρύνει τις δαπάνες στις εισαγωγές βελτιώνοντας έτσι το ισοζύγιο πληρωμών.
Σε μία οικονομία με σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία μόνο η κεντρική τράπεζα μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμα αγοράζοντας και πουλώντας ξένα νομίσματα μέσω της αγοράς ξένου συναλλάγματος.
Παράδειγμα:
Αν ένα νόμισμα καθορίζεται με μία σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία 2 προς 1 με το αμερικάνικο δολάριο, και εξαιτίας μιας αδύναμης οικονομίας η χώρα δεν μπορεί να πληρώσει το επιτόκιο για το υπόλοιπο χρέος της, η χώρα μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμα της.Αυτό σημαίνει ότι η κεντρική τράπεζα θα καθορίσει την συναλλαγματική ισοτιμία στο 10 προς 1 σε σχέση με το αμερικάνικο δολάριο. Αυτό μειώνει την αξία του χρέους πέντε φορές. Είναι ένα μέτρο με σοβαρές οικονομικές συνέπειες.
Στη σημερινή εποχή τα νομίσματα συνήθως διαπραγματεύονται ελεύθερα αν και ορισμένες χώρες διατηρούν σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες με το αμερικάνικο δολάριο ή άλλα ισχυρά νομίσματα για να παρέχουν στους επενδυτές και στους εξαγωγείς ένα αίσθημα ασφάλειας.
Το αντίθετο της υποτίμησης είναι η ανατίμηση.
Υποτίμηση και πληθωρισμός
Γενικά, το αποτέλεσμα του πληθωρισμού δεν θεωρείται υποτίμηση, αν και μία οικονομία που υποφέρει από υπερπληθωρισμό θα δει την αξία του νομίσματος της να μειώνεται σε σχέση με το χρυσό ή άλλα ξένα νομίσματα.
Ειδικά όταν η χώρα σκόπιμα τυπώνει αφειδώς χρήματα (σύνηθες αίτιο του πληθωρισμού) για να καλύψει ένα διαρκές έλλειμα του προϋπολογισμού.