Ωρίμανση είναι η ημερομηνία λήξης ενός γραμματίου, ομολόγου, προθεσμιακής κατάθεσης ή γενικότερα οποιουδήποτε χρεογράφου ή άλλου χρηματοοικονομικού μέσου κατά την οποία αυτό θα εξοφληθεί, δηλαδή η ημερομηνία στην οποία ο κάτοχος του χρεογράφου θα εισπράξει την ονομαστική αξία.
Η διάρκεια μέχρι την ωρίμανση του χρεογράφου είναι ο χρόνος που απομένει μέχρι να εξοφληθεί το χρεόγραφο και είναι δεδομένη.
Παράδειγμα:
Ένα 10ετές ομόλογο που εκδόθηκε πριν 4 χρόνια θα έχει διάρκεια μέχρι την λήξη σε 6 χρόνια.
Υπάρχουν όμως και ομόλογα που δεν έχουν ημερομηνία ωρίμανσης (perpetual maturity) ή ομόλογα που δίνουν το δικαίωμα στον εκδότη τους να αναβάλει την ωρίμανση (extendible maturity) ή που παρέχουν τη δυνατότητα ανάκλησης, χαρακτηριστικό που μπορεί να επηρεάσει την ημερομηνία επιστροφής του κεφαλαίου.
Οι βασικότερες κατηγορίες διάρκειας ζωής ενός ομολόγου είναι:
- Βραχυπρόθεσμα (διάρκεια 1-3 έτη)
- Μεσοπρόθεσμα (διάρκεια 3-10 έτη)
- Μακροπρόθεσμα (διάρκεια μεγαλύτερη των 10 ετών)
Κατηγορίες ωρίμανσης
Υπάρχουν διαφορετικές διακρίσεις ωρίμανσης όταν αναφερόμαστε σε ομόλογα.
Αverage effective maturity είναι η μέση πραγματική λήξη που μπορεί να σημαίνει (α) μία σταθμισμένη μέση λήξη των ομολόγων ενός χαρτοφυλακίου λαμβανομένων υπόψη όλων των προπληρωμών και των κουπονιών ή (β) μία μέτρηση της λήξης ενός ομολόγου που λαμβάνει υπόψη την πιθανότητα ότι ο εκδότης μπορεί να ανακαλέσει το ομόλογο πριν από τη λήξη του στην περίπτωση των ανακλητών ομολόγων (callable bonds), δηλαδή τον κίνδυνο ανάκλησης.
Average nominal maturity είναι η μέση ονομαστική λήξη που μετρά τη λήξη ενός ομολόγου, η οποία, αντίθετα με τη μέση πραγματική λήξη, δεν λαμβάνει υπόψη τις αποπληρωμές ή τα κουπόνια με αναπροσαρμοζόμενη τιμή.
Average weighted maturity είναι η μέση σταθμισμένη λήξη που σημαίνει τη διάρκεια του χρόνου μέχρι το μέσο ομόλογο ενός κεφαλαίου να λήξει ή να αποπληρωθεί από τον εκδότη του. Δείχνει την ευαισθησία ενός κεφαλαίου σταθερού εισοδήματος στις αλλαγές των επιτοκίων.