Ποσοτική θεωρία είναι η οικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία η ζήτηση χρήματος δημιουργείται από την ανάγκη κατοχής ρευστών διαθεσίμων για τη διεξαγωγή συναλλαγών μέσα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο.
Η θεωρία Fisher/ποσοτική θεωρία παρουσιάζει την εξίσωση ανταλλαγής:
όπου:
Μ = ποσότητα χρήματος
V = ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος
Ρ = δείκτης τιμών καταναλωτή
Q = ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών
Η απαιτούμενη δηλαδή ποσότητα χρήματος εξαρτάται από τη συνολική αξία των συναλλαγών και την ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος. Επειδή όμως, σύμφωνα με τον Fisher, η ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος και ο όγκος συναλλαγών βραχυχρόνια παραμένουν αμετάβλητα, προκύπτει το συμπέρασμα ότι η μεταβολή της ποσότητας του χρήματος συνεπάγεται αναλογική μεταβολή στις τιμές.
Συνοπτικά οι παραδοχές της ποσοτικής θεωρίας είναι οι εξής:
- Η κυκλοφοριακή ταχύτητα είναι σταθερή (αλλάζει μακροχρόνια καθώς αλλάζει η διάρθρωση της οικονομίας, το επίπεδο ανάπτυξης, η τεχνολογία και οι συνήθειες)
- Το συνολικό προϊόν της οικονομίας είναι δεδομένο (η οικονομία λειτουργεί με πλήρη απασχόληση όλων των συντελεστών παραγωγής)
- Το χρήμα λειτουργεί σαν μέσο συναλλαγής και η ζήτηση του δεν επηρεάζεται από κερδοσκοπικές δραστηριότητες
- Η προσφορά χρήματος προσδιορίζεται εξωγενώς από την Κεντρική Τράπεζα
Fisher effect
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία του Fisher, το ονομαστικό επιτόκιο μιας οικονομίας είναι ίσο με το πραγματικό επιτόκιο συν του αναμενόμενου ρυθμού πληθωρισμού.
Συνεπώς, μία άνοδος του πληθωρισμού μιας χώρας, θα έχει ως αποτέλεσμα μία ισοδύναμη άνοδο των επιτοκίων στο νόμισμα της.