Μονεταρισμός / Θεωρία Friedman είναι η οικονομική θεωρία που ορίζει ότι η διάρθρωση του μικτού οικονομικού χαρτοφυλακίου των οικονομικών μονάδων (αξιόγραφα ή/και ρευστά διαθέσιμα) εξαρτάται από τους εξής παράγοντες:
- Τον πλούτο τους (μόνιμο εισόδημα), ο οποίος διακρίνεται σε ανθρώπινο κεφάλαιο και πραγματικό πλούτο. Ο πρώτος είναι σημαντικότερος του δευτέρου και όσο ενισχύεται η σχετική του θέση στο συνολικό πλούτο τόσο αυξάνεται και η ζήτηση χρήματος.
- Τις μεταβολές των τιμών των αγαθών και των χρηματιστηριακών τίτλων, οι οποίες όταν είναι αυξητικές οδηγούν στη μείωση της ζήτησης χρήματος, γιατί αυξάνεται το κόστος ευκαιρίας.
- Την απώλεια εσόδων από εναλλακτικές πηγές (κατάθεση, αγορά ομολογιών, αγορά μετοχών).
- Την τάση των οικονομικών εξελίξεων, η οποία δημιουργεί αισιοδοξία ή απαισιοδοξία για την οριστικοποίηση κάθε επενδυτικής επιλογής. Αυτό σημαίνει ότι το οικονομικό κι επιχειρηματικό κλίμα, σε συνδυασμό με τη σταθερότητα του θεσμικού οικονομικού πλαισίου, επηρεάζουν σημαντικά τη διάρθρωση ενός μικτού χαρτοφυλακίου, ώστε να εξασφαλίσει ο επενδυτή τη μεγαλύτερη δυνατή απόδοση των κεφαλαίων του.
Συνεπώς, κατά τη μονεταριστική θεωρία, η πραγματική ζήτηση χρήματος επηρεάζεται από πολλές μεταβλητές κι αυτές με την σειρά τους συνδέονται όλες άμεσα με το ονομαστικό επιτόκιο και το εισόδημα.
Ο Friedman ουσιαστικά δεν απέρριψε τις προηγούμενες θεωρίες ζήτησης χρήματος, αλλά πιστός και δογματικός μονεταριστής αναθεώρησε ορισμένες πτυχές της ποσοτικής θεωρίας.
Ειδικότερα, επικεντρώθηκε στη χρησιμότητα των υπηρεσιών που προσφέρει το χρήμα προς τους καταναλωτές και τις παραγωγικές οικονομικές μονάδες.
Οι πρώτοι θεωρούν το χρήμα ως διαρκές αγαθό το οποίο χρησιμοποιούν για την απόκτηση καταναλωτικών αγαθών, ενώ αντίθετα οι παραγωγικές μονάδες ταυτίζουν το χρήμα με τα άλλα ενδιάμεσα αγαθά (μηχανές, εξοπλισμός, αποθέματα) για να παράγουν το αγαθό που προσφέρει η επιχείρηση.