Ανατίμηση (Revaluation)

Ανατίμηση ενός νομίσματος ονομάζεται η αύξηση στην συναλλαγματική ισοτιμία (ανταλλακτική αξία) του σε σχέση με μία επιλεγμένη βάση. Η βάση μπορεί να είναι οτιδήποτε μεταξύ των εγχώριων μισθών, της παγκόσμιας τιμής του χρυσού ή ενός ξένου νομίσματος.

Σε μία ανατίμηση το εγχώριο νόμισμα μπορεί να αγοράσει περισσότερο ξένο συνάλλαγμα σε σχέση με το παρελθόν.

Σε χώρες με σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία μόνο μετά από απόφαση της κεντρικής τράπεζας μπορεί να αλλάξει η επίσημη αξία του νομίσματος κι αυτό συνήθως συμβαίνει όταν μια χώρα έχει πλεονασματικό ισοζύγιο πληρωμών.

Παράδειγμα:
Έστω ότι μία κυβέρνηση έχει θέσει 10 νομισματικές μονάδες ισοδύναμες με ένα ευρώ. Στην ανατίμηση η κυβέρνηση μπορεί να αλλάξει την αξία σε 5 μονάδες ανά ευρώ.

Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα το εγχώριο νόμισμα να είναι διπλάσια ακριβό στους ανθρώπους που το αγοράζουν χρησιμοποιώντας ευρώ και να κοστίζει το ευρώ τα μισά σε αυτούς που θα το αγοράσουν χρησιμοποιώντας εγχώριο νόμισμα.

Ανατίμηση είναι επίσης και η αύξηση της τιμής των προϊόντων.

Το ανάποδο της ανατίμησης είναι η υποτίμηση.

Η μεταβολή της ονομαστικής αξίας ενός νομίσματος χωρίς την αλλαγή της συναλλαγματικής του ισοτιμίας ονομάζεται επανέκφραση (redenomination) κι όχι ανατίμηση/υποτίμηση (revaluation/devaluation).