Ανοικτή Πώληση / Θέση Πώλησης (Short selling / position)

Ανοικτή πώληση (short selling) είναι μία τεχνική που χρησιμοποιείται από τους επενδυτές με σκοπό να κερδίσουν από την πτώση των τιμών περιουσιακών στοιχείων.

Οι επενδυτές δανείζονται περιουσιακά στοιχεία που δεν κατέχουν, από άλλους επενδυτές, τα πουλάνε και σε μεταγενέστερη χρονική στιγμή θα αναγκαστούν να τα αγοράσουν πάλι για να τα επιστρέψουν στο δανειστή.

Ο δανειστής δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο γιατί θα πάρει πίσω τις μετοχές του συν μία μικρή απόδοση για την διάρκεια που τις είχε δανείσει.

Ο short seller ελπίζει να κερδίσει από την πτώση των τιμών των χρεογράφων, επωφελούμενος την διαφορά στις τιμές μεταξύ ημερομηνίας αγοράς-πώλησης.

Παράδειγμα:
Επενδυτής δανείζεται μετοχές που δεν κατέχει στο χρηματιστήριο, και τις πουλάει απευθείας, με την υποχρέωση να τις επιστρέψει στον δανειστή σε 6 μήνες.

Οι τιμές των μετοχών μπορούν να ανέβουν/πέσουν απεριόριστα αλλά ο επενδυτής είναι υποχρεωμένος να επιστρέψει τις μετοχές που δανείστηκε σε οποιαδήποτε τιμή μπορεί να αγοράσει.

Άρα οι απώλειες μπορεί να είναι τεράστιες, γι’ αυτό το short selling είναι μία ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη επενδυτική τεχνική.

Κάλυψη θέσης (covering position)

Η πράξη της επαναγοράς των χρεογράφων που πωλήθηκαν ανοιχτά ονομάζεται κάλυψη ή κλείσιμο θέσης (close position). Μία θέση short μπορεί να καλυφθεί οποιαδήποτε στιγμή μέχρι την καταληκτική ημερομηνία επιστροφής.

Μόλις καλυφθεί η θέση, ο short seller δεν επηρεάζεται από ανόδους/πτώσεις των τιμών καθώς έχει στην κατοχή του τα χρεόγραφα που απαιτούνται για να αποπληρωθεί ο δανειστής.

Short selling και κρίσεις

Σε περιόδους κρίσεων ορισμένες χώρες μπορεί να περιορίσουν ή να απαγορεύσουν εντελώς το short selling για να αποτρέψουν τους κερδοσκόπους να προκαλέσουν κατάρρευση των τιμών, πουλώντας μαζικά (short selling) μετοχές και επαναγοράζοντας τες σε πολύ χαμηλές τιμές, βγάζοντας τεράστια κέρδη.

O short seller αποκαλείται επίσης και αρκούδα (bear). Το αντίθετο του short selling είναι το selling long.