Επιβολή ανώτατης/κατώτατης τιμής είναι η παρέμβαση του κράτους στις τιμές, ώστε να τις συγκρατήσει σε ένα επίπεδο που το ίδιο θεωρεί επιθυμητό, όταν η ελεύθερη αγορά και ο μηχανισμός της προσφοράς και της ζήτησης τις οδηγούν υπερβολικά υψηλά ή χαμηλά.
Μια τέτοια πρακτική κρατικής παρέμβασης μπορεί να είναι ενδεδειγμένη σε μια ανώμαλη περίοδο, (π.χ. μονοπώλια, πόλεμος, φυσικές καταστροφές), όταν παρατηρείται μείωση της προσφοράς ορισμένων βασικών προϊόντων που έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής τους σε επίπεδα πολύ υψηλότερα από εκείνα που είναι σε θέση να πληρώσει μεγάλο μέρος των καταναλωτών.
Σε άλλες περιπτώσεις, το κράτος παρεμβαίνει για να διατηρηθούν ορισμένες τιμές προϊόντων ή παραγωγικών συντελεστών σε επίπεδα υψηλότερα από εκείνα που προσδιόριζαν οι δυνάμεις της αγοράς, προκειμένου να προστατευθούν τα εισοδήματα των παραγωγών των εν λόγω προϊόντων ή των κατόχων των συγκεκριμένων παραγωγικών συντελεστών.
Επιβολή ανώτατης τιμής
Έστω τώρα ότι επειδή η τιμή ενός προϊόντος που διαμορφώνεται στην αγορά φαίνεται υψηλή, το κράτος παρεμβαίνει ορίζοντας χαμηλότερη τιμή.
Στον παρακάτω πίνακα περιέχονται υποθετικά στοιχεία για το αγαθό Χ.
Η τιμή ισορροπίας είναι 15€/μονάδα. Αν το κράτος ορίσει ως υποχρεωτική την τιμή των 10€ η ποσότητα που ζητείται είναι 5.500 μονάδες ενώ εκείνη που προσφέρεται είναι μόνο 3.000 μονάδες. Υπάρχει επομένως έλλειμμα προσφοράς στην αγορά ίσο με 2.500 μονάδες. Αυτό αντιστοιχεί στο διάστημα ΑΒ στο διάγραμμα παραπάνω.
Ορισμένοι αγοραστές δε θα μπορέσουν να αγοράσουν τις ποσότητες που επιθυμούν. Αν το κράτος δεν παρέμβει επιτυχώς για να γίνει “δίκαιη” κατανομή της διατιθέμενης ποσότητας (κάτι που είναι εξαιρετικά δύσκολο στην πράξη), ενδέχεται να αναπτυχθεί μαύρη αγορά ή παράλληλη αγορά (black market ή parallel market) στην οποία το προϊόν θα διατίθεται παράνομα σε τιμή πολύ υψηλότερη όχι μόνον από εκείνην που έχει ορισθεί, αλλά και από την τιμή ισορροπίας.
Ανώτατες τιμές είναι δυνατόν να ορισθούν όχι μόνο για αγαθά αλλά και για υπηρεσίες, π.χ. για ενοίκια κτηρίων ή για τόκους δανειακών κεφαλαίων.
Παράδειγμα:
Όταν επιβάλλονται ανώτατες τιμές για ενοίκια κτηρίων, συνήθως παρατηρείται αργότερα έλλειψη στεγαστικών χώρων γιατί μειώνεται σοβαρά η τάση για νέες κατασκευές και στις περιπτώσεις αυτές συνήθως οι ενοικιαστές υποχρεώνονται από τους ιδιοκτήτες να πληρώνουν ανεπίσημα συμπληρωματικά ενοίκια.
Όταν επιβάλλονται ανώτατα επιτόκια για τα δανειακά κεφάλαια, δημιουργείται παράλληλα προς την επίσημη αγορά τέτοιων κεφαλαίων και παράνομη αγορά, στην οποία επικρατούν δυσανάλογα υψηλά επιτόκια (τοκογλυφία).
Επιβολή κατώτατης τιμής
Το κράτος μπορεί επίσης για να υποστηρίξει ορισμένες κοινωνικές ομάδες ή για να ενθαρρύνει την παραγωγή ορισμένων προϊόντων, να ορίσει ότι η τιμή ενός παραγωγικού συντελεστή ή ενός προϊόντος δεν μπορεί να πέσει κάτω από ένα επίπεδο.
Παράδειγμα:
Έστω ότι το κράτος αποφασίζει ότι η τιμή δεν μπορεί να πέσει κάτω από 25€/μονάδα του προϊόντος Χ, οπότε η ποσότητα που θα προσφέρεται θα είναι 4.750 μονάδες ενώ θα ζητούνται μόνο 1.500 μονάδες. Θα υπάρχει επομένως ένα πλεόνασμα προσφοράς 3.250 μονάδων που στο διάγραμμα αντιστοιχεί στο διάστημα ΓΑ.
Για να διατηρηθεί η τεχνητά υψηλή τιμή των 25€, το κράτος θα πρέπει να απορροφήσει το πλεόνασμα των 3.250 μονάδων, γιατί διαφορετικά οι πωλητές θα βρεθούν με ανεπιθύμητα αποθέματα από τα οποία θα προσπαθήσουν να απαλλαγούν με μείωση της τιμής του προϊόντος.
Κατώτατη τιμή και Ευρωπαϊκή Ένωση
Κατώτατες τιμές ή τιμές ασφαλείας (support prices), όπως λέγονται, έχουν χρησιμοποιήσει πολλά κράτη καθώς και η Ευρωπαϊκή Ενωση για τη στήριξη των τιμών των γεωργικών προϊόντων.
Στις περιπτώσεις αυτές δημιουργούνται πλεονάσματα που πρέπει να συγκεντρώνονται από κρατικούς φορείς και να καταστρέφονται ή να διατίθενται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μη μειώνεται η ποσότητα του προϊόντος που ζητείται στην τιμή ασφαλείας. Αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο και απαιτεί και τη διάθεση μεγάλων ποσοτήτων πόρων.
Γενικά η μεγάλη τεχνητή τιμολογιακή στήριξη της γεωργίας είχε ως αποτέλεσμα την αντιοικονομική κατανομή παραγωγικών πόρων σε βάρος των άλλων παραγωγικών τομέων, τη διατήρηση σε υψηλό επίπεδο του κόστους ζωής των καταναλωτών των γεωργικών προϊόντων κ.ά.
Κατώτατες τιμές χρησιμοποιούνται επίσης από πολλές χώρες και για τον καθορισμό των αμοιβών των εργαζομένων. Η προσφορά και η ζήτηση για ανειδίκευτη εργασία είναι δυνατό να καθορίσουν εργασιακές αμοιβές που δεν μπορούν να εξασφαλίσουν ένα κοινωνικώς ανεκτό επίπεδο διαβίωσης των εργαζομένων.
Για το λόγο αυτό, σε πολλές χώρες παρεμβαίνουν οι κυβερνήσεις (ή και οι συνδικαλιστικοί φορείς) και ορίζουν όρια κάτω από τα οποία δεν μπορεί να μειωθεί η αμοιβή εργασίας.