Θεωρία Cambridge είναι η οικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία η ζήτηση χρήματος εξαρτάται από το οικονομικό όφελος που επιτυγχάνουν οι επενδυτές ή οι επιχειρήσεις από τα παρακρατούμενα ρευστά χρηματικά ποσά.
Να σημειωθεί ότι το οικονομικό όφελος προσδιορίζεται από την εξέλιξη του πληθωρισμού, το επιτόκιο και τη σύνθεση του χαρτοφυλακίου του κάθε ατόμου ή της επιχείρησης.
Όπως και στην ποσοτική θεωρία, έτσι και εδώ βασικός παράγοντας προσδιορισμού της ζήτησης χρήματος θεωρούνται τα εισοδήματα των επιμέρους ατόμων.
Δηλαδή η ζήτηση είναι ουσιαστικά ένα ποσοστό του εισοδήματος και υποθέτοντας ότι οι προσδοκώμενες αποδόσεις κεφαλαίου και αγαθών (πληθωρισμός) είναι σταθερές, τότε προκύπτει μια εξίσωση που μοιάζει πολύ με αυτή του Fisher:
όπου:
k = το ποσοστό που τα άτομα επιθυμούν να κρατούν σε ρευστά διαθέσιμα και είναι σταθερό
Υ = εισόδημα (προϊόν) πλήρους απασχόλησης
Μ = ποσότητα χρήματος
V = ταχύτητα κυκλοφορίας του χρήματος
Ρ = δείκτης τιμών καταναλωτή
Q = ποσότητα αγαθών και υπηρεσιών
Διαφορές Fisher – Cambridge theories
Η θεωρία του Cambridge για τη ζήτηση του χρήματος διαφέρει από εκείνη του Fisher σε ορισμένα μόνο σημεία όπως:
- Ο Fisher δίνει έμφαση στη λειτουργία του χρήματος ως μέσου συναλλαγών, ενώ οι οικονομολόγοι του Cambridge στους προσδιοριστικούς παράγοντες της απόφασης των ατόμων για τη διατήρηση ρευστών διαθεσίμων.
- Η θεωρία του Fisher βασίζεται στη μικροοικονομική θεωρία, ενώ του Cambridge σε μακροοικονομικές υποθέσεις.
- Η ποσοτική θεωρία συνδέει την παρακράτηση ρευστών διαθεσίμων μόνο με το όφελος από τη διευκόλυνση των συναλλαγών, ενώ του Cambridge την συνδέει με τη γενικότερη χρησιμότητα της για τους κατόχους.