Δείκτης μεταβλητότητας – φόβου (VIX) είναι ένας χρηματοοικονομικός δείκτης που δείχνει την αναμενόμενη μεταβλητότητα της αγοράς τις επόμενες 30 ημέρες και υπολογίζεται από τις επί μέρους μεταβλητότητες ενός μεγάλου αριθμού options του δείκτη S&P-500.
Ο δείκτης μεταβλητότητας αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο παρακολούθησης της αγοράς και ταυτόχρονα ένα διαπραγματεύσιμο προϊόν στο CBOE (Chicago Board Options Exchange).
H τιμή του VIX αυξάνεται όταν οι επενδυτές ανησυχούν για τη μελλοντική μεταβλητότητα, ωστόσο, υψηλές τιμές του δείκτη δεν σημαίνουν κατ’ ανάγκη ότι η αγορά θα κινηθεί καθοδικά,μόνο ότι οι επενδυτές αναμένουν μεγάλες διακυμάνσεις στις τιμές, είτε ανοδικές, είτε καθοδικές.
Όταν η αγορά είναι σταθερά ανοδική, υπάρχει γενικά ένα χαμηλό επίπεδο μεταβλητότητας στην αγορά και αγοράζονται περισσότερα call options απ’ ότι put options. Αντίθετα, όταν η αγορά πέφτει κι επικρατεί πανικός, προκαλείται ένα υψηλό επίπεδο μεταβλητότητας, όπου αγοράζονται περισσότερα put options απ’ ότι call options.
Υπολογισμός του Δείκτη Μεταβλητότητας
Η μέθοδος υπολογισμού του δείκτη μεταβλητότητας – φόβου έχει αλλάξει αρκετές φορές στο παρελθόν. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η μεταβλητότητα προέκυπτε από το μοντέλο τιμολόγησης Black-Scholes δοθέντος της τιμής ενός option (μόνο για at-the-money options).
Υπήρχαν πολλές ατέλειες στον αρχικό υπολογισμό του VIX καθώς εφόσον περιελάμβανε μόνο 100 μετοχές, δεν εκπροσωπούσε επαρκώς τη χρηματιστηριακή αγορά, ενώ επιπλέον η μεταβλητότητα που υπολογίζεται από το μοντέλο Black-Scholes δεν είναι ακριβής καθώς το ίδιο το μοντέλο θεωρείται σε αρκετές περιπτώσεις αναξιόπιστο.
Ο νέος υπολογισμός του VIX, ακολούθησε μια πιο περίπλοκη προσέγγιση ο οποίος δεν στηρίζεται στα γνωστά μοντέλα, υπολογίζοντας τη μεταβλητότητα από ένα σταθμισμένο μέσο όρο ενός ευρέως φάσματος τιμών εξάσκησης (strike prices) τόσο in-the-money, όσο και out-of-the-money options (call / puts) του δείκτη S&P-500. Πριν από λίγα χρόνια συμπεριλήφθηκαν και τα παράγωγα (derivatives) στον δείκτη μεταβλητότητας – φόβου.
Στην πραγματικότητα, απλά και μόνο η μετάβαση από τη χρήση του S&P-500 αντί του S&P-100, ο δείκτης μεταβλητότητας- φόβου εμφάνισε μεγαλύτερη συσχέτιση (correlation) με την πραγματική μεταβλητότητα της αγοράς, αυξάνοντας την αξία των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης (futures) VIX και τα VIX options ως εργαλεία αντιστάθμισης κινδύνου.
Χρησιμοποιώντας ένα μεγάλο εύρος strike prices αντί μόνο των at-the-money options ο υπολογισμός της μεταβλητότητας είναι πιο ακριβής, λαμβάνοντας υπόψη το φαινόμενο του volatility smile.
H σημασία του VIX εστιάζεται στο γεγονός ότι πολλοί επαγγελματίες επηρεάζουν τις αποφάσεις και τις ενέργειές τους με βάση το επίπεδο του δείκτη, δίνοντας ουσιαστικά στον δείκτη μεταβλητότητας – φόβου τη δυνατότητα να κινεί τις αγορές, αν και υπάρχουν αμφιβολίες κατά πόσο ακριβής είναι αυτός ο δείκτης στο να δείχνει την αστάθεια της αγοράς.
Οι τιμές του δείκτη VIX εκφράζονται σε ετήσιες ποσοστιαίες μονάδες. Για παράδειγμα, αν ο VIX είναι 10, αυτό αποτελεί μια αναμενόμενη ετήσια μεταβολή του 10%, δηλαδή οι αγορές αναμένουν ότι ο δείκτης S&P-500 θα κινηθεί ανοδικά ή καθοδικά 10% / √ 12 = 2,88% κατά την περίοδο των 30 επόμενων ημερών.(ο τύπος προκύπτει από τον τρόπο υπολογισμού της μεταβλητότητας).
Ο δείκτης μεταβλητότητας VIX χρησιμοποιείται από τους options traders για να υπολογίσουν τα option premium και επίσης από τους S&P-500 traders για να καθορίσουν την αναμενόμενη διακύμανση των μετοχών S&P-500 και της αγοράς των futures.
Ενώ οι επικριτές της μεθόδου υποστηρίζουν ότι η χρησιμότητά του VIX είναι υπερεκτιμημένη, ο δείκτης θεωρείται ο σημαντικότερος δείκτης μεταβλητότητας των options στην ευρύτερη αγορά.
Πριν από την καθιέρωση του VIX, οι επενδυτές έκριναν το αν η αγορά είναι ασταθής ή όχι στηριζόμενοι στην εμπειρία τους. O VIX κυριολεκτικά ποσοστικοποίησε την έννοια της μεταβλητότητας, επιτρέποντας έτσι στους επενδυτές και στους traders να τον χρησιμοποιήσουν ως δείκτη σταθερότητας, να τον διαπραγματευτούν (trade) ή να τον χρησιμοποιήσουν για αντιστάθμιση κινδύνου (hedging).
Options του Δείκτη Μεταβλητότητας – Φόβου
Τα VIX options άρχισαν να διαπραγματεύονται στο CBOE στις 24 Φεβρουαρίου 2006. Πλέον οι επενδυτές μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν νέες options trading strategies για να βγάλουν κέρδος από την μεταβλητότητα της αγοράς, κάτι το οποίο δεν γινόταν πριν την δημιουργία των VIX options.
Η τιμή των call και put options μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της μεταβλητότητας, διότι η αστάθεια είναι ένας από τους παράγοντες που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό της αξίας αυτών των options.
Πιο συγκεκριμένα,οι τιμές των δικαιωμάτων options εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες, με σημαντικότερους την τιμή εξάσκησης του δικαιώματος, την τιμή του υποκείμενου μέσου, τον χρόνο μέχρι τη λήξη (maturity) και την αναμενόμενη μεταβλητότητα των τιμών του υποκείμενου μέσου.
Παρά το γεγονός ότι ο δείκτης μεταβλητότητας συχνά αποκαλείται «δείκτης φόβου», υψηλή τιμή του VIX δεν συνεπάγεται καθοδική κίνηση της αγοράς. Αντιθέτως ο δείκτης μεταβλητότητας είναι ένα μέτρο μεταβλητότητας της αγοράς προς σε κάθε κατεύθυνση, συμπεριλαμβανομένης και της ανοδικής.
Υψηλότερη (ή χαμηλότερη) μεταβλητότητα του υποκείμενου τίτλου κάνει ένα option περισσότερο (ή λιγότερο) πολύτιμο, επειδή υπάρχει μια μεγαλύτερη (ή μικρότερη) πιθανότητα ότι το option θα λήξει in-the-money.
Έτσι, μια υψηλή τιμή ενός option ενδεχομένως μεταφράζεται ως υψηλή μεταβλητότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί όταν οι επενδυτές προβλέπουν μεγάλη ανοδική μεταβλητότητα, είναι απρόθυμοι να πουλήσουν call stock options (δικαιώματα προαίρεσης αγοράς μετοχών), παρά μόνο εάν λάβουν ένα μεγάλο premium. Οι αγοραστές options θα είναι πρόθυμοι να πληρώσουν τόσο υψηλά ασφάλιστρα μόνο εάν προβλέπουν μια εξίσου ανοδική κίνηση.
Σε περίπτωση που οι εκδότες των options αναμένουν είτε ραγδαία ανόδο είτε ραγδαία πτώση της αγοράς, η τιμή των call και put options θα αυξηθούν και κατ’ επέκταση το ίδιο θα συμβεί και στον VIX, καθώς η έκδοση option σε μία ασταθή αγορά μπορεί να κοστίσει ακριβά στον εκδότη του option κι άρα να του φαίνεται επικίνδυνη.
Ως εκ τούτου, υψηλές τιμές του VIX σημαίνουν ότι οι επενδυτές βλέπουν σημαντικό κίνδυνο ότι η αγορά θα κινηθεί απότομα, είτε προς τα κάτω είτε προς τα πάνω. Μόνο όταν οι επενδυτές δεν αντιλαμβάνονται σημαντικό κίνδυνο η τιμή του VIX παραμένει χαμηλή.