Κίνδυνος Διακανονισμού (Settlement risk)

Κίνδυνος διακανονισμού είναι ο κίνδυνος ένας αντισυμβαλλόμενος να μην παραδώσει ένα αξιόγραφο ή την ονομαστική αξία του σε μετρητά, ενώ ο άλλος το έχει παραδώσει ήδη σύμφωνα με την μεταξύ τους εμπορική συμφωνία.

Ο κίνδυνος διακανονισμού ήταν ένα πρόβλημα στην αγορά συναλλάγματος μέχρι την δημιουργία του συστήματος διακανονισμού αδιάλειπτης σύνδεσης (CLS) που εκμηδενίζει τις χρονικές διαφορές μεταξύ των διακανονισμών, δημιουργώντας μια ασφαλέστερη συναλλαγματική αγορά.

Ο κίνδυνος διακανονισμού αποκαλείται και “Herstatt risk”, παίρνοντας το όνομα του από την παταγώδη αποτυχία της γερμανικής τράπεζας Herstatt.

Στις 26 Ιουνίου το 1974, η άδεια λειτουργίας της τράπεζας ανακαλέστηκε από τις γερμανικές τραπεζικές ρυθμιστικές αρχές στο τέλος της ημέρας εξαιτίας της έλλειψης κεφαλαίου και αδυναμίας της να καλύψει τις οφειλόμενες υποχρεώσεις.

Ωστόσο κάποιες τράπεζες είχαν προχωρήσει σε συναλλαγματικές πληρωμές με την Herstatt δίνοντας της γερμανικά μάρκα με την προσδοκία να εισπράξουν αμερικάνικα δολάρια αργότερα την ίδια ημέρα από την τράπεζα. Λίγο αργότερα όμως η Herstatt σταμάτησε όλες τις πληρωμές σε δολάρια, αφήνοντας τους συμβαλλόμενους με μεγάλες απώλειες.

Αυτό το είδος κινδύνου είναι στενά συνδεδεμένο με τον κεφαλαιακό κίνδυνο.

Είδη Κινδύνου

Οι εταιρείες και οι επενδυτές αντιμετωπίζουν διάφορα άλλα είδη κινδύνου ως αποτέλεσμα των δραστηριοτήτων τους.

Μερικοί από τους οποίους είναι: