Θεωρία αναμενόμενης χρησιμότητας είναι η θεωρία συμπεριφορικής χρηματοοικονομικής που ορίζει ότι η χρησιμότητα μίας κατάστασης πλούτου πρέπει να είναι η ίδια ανεξάρτητα από το εάν προήλθε από μια προηγουμένη χαμηλότερη κατάσταση πλούτου ή από μία προηγουμένη υψηλότερη κατάσταση πλούτου.
Άρα η επιλογή μεταξύ της προοπτικής
- συνολικού πλούτου 100.000€
- 95.000€ με πιθανότητα 50% ή 105.000€ με πιθανότητα 50%
θα έπρεπε να είναι ανεξάρτητη από το εάν κάποιος κατέχει ήδη κάποιο από τα δύο ποσά. Εάν υποτεθεί επιπλέον και αποστροφή κινδύνου τότε η βέβαιη προοπτική των 100.000€ θα έπρεπε να είναι πάντα προτιμότερη από την αβέβαιη προοπτική.
Παρόλα αυτά το παράδειγμα δείχνει αυτό θα συμβεί μόνον εάν τα άτομα κατέχουν το μικρότερο ποσό και όχι το μεγαλύτερο.
Το συμπέρασμα είναι ότι η αξία της χρησιμότητας δεν μετριέται από τα άτομα με τελικές καταστάσεις πλούτου που ενσωματώνουν τον τρέχοντα πλούτο (όπως στην παραδοσιακή θεωρία) αλλά με τις μεταβολές στον πλούτο, άρα οι πράξεις τους έρχονται σε αντίθεση με τις αρχές της θεωρίας αναμενόμενης χρησιμότητας.
Η διαπίστωση αυτή αποτελεί τον βασικό πυλώνα της Θεωρίας Προοπτικής.