Χρηματιστηριακό dumping (Dumping)

Dumping είναι η τακτική πώλησης προϊόντων και εμπορευμάτων στην εγχώρια ή στην ξένη αγορά σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που επικρατούν ήδη ή σε τιμές κάτω του κόστους παραγωγής.

Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται η κατάκτηση της αγοράς στην οποία διοχετεύονται τα προϊόντα και η εκτόπιση όλων των ανταγωνιστών, ώστε κατόπιν να αυξηθούν οι τιμές για να γίνει απόσβεση της αρχικής επένδυσης.

Το dumping είναι μία μέθοδος επιθετικής τιμολογιακής πολιτικής (predatory pricing) κι όπως όλες οι μονοπωλιακές τακτικές, θεωρείται παράνομο.

Παράδειγμα:
Έστω δύο εταιρείες που πωλούν πανομοιότυπα προϊόντα, όπου η εταιρία Y είναι εγχώρια και η εταιρεία Χ είναι ξένη. Η εταιρεία X επιθυμεί να οδηγήσει την εταιρεία Υ εκτός αγοράς, γι’ αυτό τιμολογεί τα προϊόντα της πολύ χαμηλότερα από το κόστος παραγωγής τους.

Η εταιρεία Υ προκειμένου να παραμείνει ανταγωνιστική μειώνει τις τιμές της, μειώνοντας τα περιθώρια κέρδους της και τελικά αποσύρεται από την αγορά.

Οι άνθρωποι που απασχολούνται σε μια εγχώρια βιομηχανία και αισθάνονται ότι απειλούνται από το dumping προσπαθούν να πείσουν την κυβέρνηση να τους προστατεύσει υιοθετώντας προστατευτικά μέτρα όπως η επιβολή δασμών και ποσοστώσεων.

Δασμοί antidumping

Δασμοί antidumping είναι οι δασμοί που επιβάλλονται σε εισαγόμενα προϊόντα με ασυνήθιστα χαμηλές τιμές ώστε να προστατευτεί η εγχώρια βιομηχανία από τον αθέμιτο ανταγωνισμό.

Οι δασμοί antidumping ισούνται γενικά με την διαφορά μεταξύ της εγχώριας τιμής του αγαθού και της αγοραίας τιμής του ίδιου προϊόντος σε αγορές του εξωτερικού.

Dumping στο Χρηματιστήριο

Στα χρηματιστήρια ο όρος dumping αφορά μια απαγορευμένη τακτική όπου διοχετεύεται ξαφνικά στην αγορά ένας μεγάλος αριθμός εντολών αγοράς άμεσης εκτέλεσης καθώς και συμβάσεων αγοραπωλησίας χρηματοοικονομικών προϊόντων όπως τα δικαιώματα προαίρεσης (options).