Υπόθεση του κύκλου ζωής είναι μια οικονομική θεωρία σύμφωνα με την οποία τα άτομα προγραμματίζουν την καταναλωτική κι αποταμιευτική τους συμπεριφορά σε μακροχρόνιο ορίζοντα, ώστε να πετύχουν την καλύτερη δυνατή διαχρονικά κατανομή της κατανάλωσης τους για όσα χρόνια ελπίζουν ότι θα ζήσουν.
Βασίζεται στην υπόθεση ότι οι καταναλωτές διαχρονικά δρουν ορθολογικά (μεγιστοποίηση χρησιμότητας) και για την τρέχουσα κατανάλωση τους λαμβάνουν υπόψη, εκτός από το τρέχον εισόδημα, και τα προβλεπόμενα μελλοντικά τους εισοδήματα.
Είναι φανερό ότι το κύριο στοιχείο αυτής της καταναλωτικής συμπεριφοράς είναι η εξασφάλιση ομαλής κατανομής της καταναλωτικής δαπάνης σ’ ολόκληρη τη ζωή ενός ατόμου ή νοικοκυριού. Αυτό σημαίνει ότι οι καταναλωτές έχουν τη δυνατότητα να προβλέψουν τα μελλοντικά τους εισοδήματα τα οποία κατανέμονται μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης.
Στατιστικά έχει διαπιστωθεί ότι η διαχρονική εξέλιξη των εισοδημάτων των ατόμων/νοικοκυριών παρουσιάζει και ακολουθεί μια ομοιόμορφη καμπύλη.
Συγκεκριμένα, στην αρχή είναι σε χαμηλά επίπεδα, μετά αυξάνεται σημαντικά και όταν πλησιάζει το κλείσιμο του κύκλου ζωής του ατόμου ή του νοικοκυριού (όταν πλέον παντρεύονται και δημιουργούν δικά τους νοικοκυριά τα παιδιά) το εισόδημα αρχίζει και μειώνεται.
Έτσι, στα πρώτα όπως και στα τελευταία χρόνια της ζωής τους, τα άτομα έχουν ακόμη και αρνητική αποταμίευση.
Αυτό σημαίνει ότι στην αρχή δανείζονται ή χρηματοδοτούνται από συγγενικά ή φιλικά πρόσωπα, ενδιάμεσα αποταμιεύουν και στο τέλος με τη σύνταξη και τις αποταμιεύσεις του παρελθόντος τους εξασφαλίζουν ένα ανεκτό επίπεδο διαβίωσης.
Η υπόθεση του κύκλου ζωής έρχεται σε αντίθεση με την Κεϋνσιανή άποψη, σύμφωνα με την οποία η συμπεριφορά των καταναλωτών μιας δεδομένης χρονικής περιόδου σχετίζεται με το εισόδημα αυτής της περιόδου και μόνο.