Προσφορά χρήματος είναι η συνολική ποσότητα χρήματος κι άλλων ρευστών περιουσιακών στοιχείων (Ενεργητικό) που κυκλοφορεί στην οικονομία μιας χώρας.
Εναλλακτικά, προσφορά χρήματος είναι η αγοραστική δύναμη του πληθυσμού που εκπροσωπείται από την ποσότητα των διαθέσιμων ρευστών περιουσιακών στοιχείων (συνήθως σε μετρητά) που υπάρχει σε μια οικονομία και μπορεί να ανταλλαχθεί για αγαθά και υπηρεσίες.
Υποσύνολο της συνολικής προσφοράς χρήματος είναι η νομισματική βάση και η νομισματική κυκλοφορία.
Μεταβολή της προσφοράς χρήματος
Η Κεντρική Τράπεζα αυξάνει την προσφορά χρήματος μέσω της αγοράς κρατικών ομολόγων από την ελεύθερη αγορά, ενώ μειώνει την προσφορά πουλώντας τα.
Επιπλέον, η κεντρική τράπεζα μπορεί να προσαρμόσει τα υποχρεωτικά αποθεματικά που είναι υποχρεωμένες οι τράπεζες να διατηρούν σε αυτή, με αποτέλεσμα να μπορεί να αυξήσει ή να μειώσει τα επιτόκια δανεισμού με τα οποία οι τράπεζες μπορούν να δανειστούν χρήματα.
Αυτή η διακύμανση στα επιτόκια περνάει στους καταναλωτές κι έτσι, συνεπακόλουθα, επηρεάζονται τα επιτόκια της αγοράς.
Η αύξηση της προσφοράς χρήματος (σε σχέση με την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών) οδηγεί σε πληθωρισμό των τιμών, μείωση της ανεργίας και υψηλή παραγωγικότητα της παραγωγικής διαδικασίας, ενώ επηρεάζει σημαντικά τις τιμές.
Αυτή η σχέση μεταξύ της ποσότητας χρήματος και των τιμών συνδέεται και εξηγείται με την ποσοτική θεωρία του χρήματος.
Οι οικονομολόγοι αναλύουν την προσφορά χρήματος για να αναπτύξουν πολιτικές που θα καθορίζουν τα επιτόκια αγοράς και κατ’ επέκταση την ποσότητα χρήματος που ρέει στην οικονομία, όπως συμβαίνει στην περίπτωση της ποσοτικής χαλάρωσης.
Αυτή η ανάλυση, η αποτίμηση και ο επηρεασμός της προσφοράς χρήματος βοηθάει τους οικονομολόγους και όσους ασχολούνται με την οικονομική επιστήμη στη χάραξη πολιτικής ή την τροποποίηση της υφιστάμενης με σκοπό την αποφυγή των περιόδων ύφεσης και την οικονομική ανάπτυξη.
Λόγω της σημαντικής επιρροής της προσφοράς χρήματος στην οικονομία, οι δείκτες προσφοράς χρήματος συλλέγονται, καταγράφονται και δημοσιεύονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, συνήθως από την κεντρική τράπεζα ή την κυβέρνηση της χώρας.