Πλήρης / Ελεύθερος / Τέλειος ανταγωνισμός επικρατεί στην αγορά όταν υπάρχουν πολλοί αγοραστές και πωλητές που δρουν ανεξάρτητα ο ένας από τον άλλο και δεν έχουν τη δύναμη, σε ατομικό επίπεδο, να επηρεάσουν την τιμή του προϊόντος. Το ίδιο πρέπει να ισχύει και για κάθε συντελεστή παραγωγής.
Επιπλέον πρέπει να είναι ελεύθεροι οι αγοραστές και οι πωλητές να εισέλθουν σε συγκεκριμένες αγορές ή να εξέλθουν από αυτές χωρίς να αντιμετωπίζουν νομικά, θεσμικά ή άλλα εμπόδια που θα δυσκόλευαν την προσαρμοστικότητα της οικονομίας στις μεταβαλλόμενες συνθήκες.
Ορισμένοι οικονομολόγοι ισχυρίζονται ότι ο πλήρης ανταγωνισμός αποτελεί προϋπόθεση για την πρόληψη ή την εξουδετέρωση των ακροτήτων στις οποίες θα μπορούσε να οδηγήσει η επιδίωξη του ατομικού συμφέροντος.
Πλήρης ανταγωνισμός, δηλαδή, επικρατεί σε ένα κλάδο όταν:
- Αποτελείται από σχετικά μεγάλο αριθμό μικρών επιχειρήσεων.
- Το προϊόν θεωρείται από τους καταναλωτές απολύτως ομοιογενές, έτσι είναι αδιάφοροι για το ποια επιχείρηση το παράγει.
- Λόγω του μεγάλου αριθμού των επιχειρήσεων και του μικρού τους μεγέθους, καμία τους δεν μπορεί να επηρεάζει την τιμή του προϊόντος, άρα αυτή θεωρείται δεδομένη.
- Υπάρχει απόλυτη ελευθερία εισόδου νέων επιχειρήσεων στον κλάδο καθώς και εξόδου από αυτόν.
- Πωλητές και αγοραστές έχουν πλήρη γνώση των συνθηκών της αγοράς.
Τέλος, επειδή το προϊόν στους πλήρως ανταγωνιστικούς κλάδους είναι απολύτως ομοιογενές, κανένας παραγωγός δεν έχει συμφέρον να πραγματοποιεί δαπάνες διαφήμισης, γιατί τα οφέλη της θα διαχέονται σε ολόκληρο τον κλάδο.
Η διαφήμιση έχει ενδεχομένως νόημα μόνον όταν γίνεται από το σύνολο των παραγωγών του κλάδου προκειμένου να αυξηθεί η συνολική ζήτηση για το προϊόν.
Παράδειγμα:
Προϊόντα όπως το σιτάρι και το λάδι, μπορούν να θεωρηθούν ομοιογενή γιατί παράγονται από μεγάλο αριθμό σχετικά μικρών παραγωγών. Αν ένας παραγωγός αποφάσιζε να μειώσει ή να αυξήσει την ποσότητα που παράγει, δε θα επηρέαζε ουσιαστικά τη συνολική προσφορά και την τιμή.