Επιτόκιο σε ένα δάνειο είναι η ποσοστιαία απόδοση που υπόσχεται ένας οφειλέτης στο δανειστή του.
Παράδειγμα:
Αν το επιτόκιο σ’ ένα ετήσιο δάνειο 1.000€ είναι 5%, ο οφειλέτης υπόσχεται να επιστρέψει στο δανειστή του 1.050€ σ’ ένα χρόνο.
Εναλλακτικά, επιτόκιο είναι ο τόκος κεφαλαίου μιας νομισματικής μονάδας για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο και εκφράζεται σαν εκατοστιαίο ποσοστό επί του επενδυμένου κεφαλαίου.
Υπολογισμός τόκου
Η σχέση μεταξύ αρχικού κεφαλαίου, επιτοκίου και τόκου, φαίνεται καλύτερα στον παρακάτω μαθηματικό τύπο.
SI = P * R * T
SI: Simple interest (απλός τόκος)
P: Principal (αρχικό κεφάλαιο)
R: Interest rate per year (επιτόκιο)
T: Term of loan (διάρκεια σε χρόνια)
Παράδειγμα:
Αν ένας επενδυτής καταθέσει 1.000€ σε ένα καταθετικό λογαριασμό με επιτόκιο 5% το χρόνο, τότε σε 6 χρόνια θα εισπράξει:
SI = P * R * T = 1.000 * 0,05 * 6 = 300€
Παράγοντες επηρεασμού επιτοκίων
Υπάρχουν πολλά διαφορετικά επιτόκια στην οικονομία, τα οποία διαφοροποιούνται ανάλογα με το δανειολήπτη, τη διάρκεια του δανεισμού και άλλους παράγοντες. Δύο από τα βασικότερα είναι:
α) τα επιτόκια καταθέσεων (deposit interest rates), τα οποία διαμορφώνονται με βάση το επιτόκιο αναφοράς της κεντρικής τράπεζας που αποτελεί τη βάση για τη διαμόρφωση του κόστους του χρήματος, η ανάγκη του εκάστοτε χρηματοπιστωτικού ιδρύματος για αύξηση ή περιορισμό της ρευστότητάς του, η διάρκεια μιας κατάθεσης και ο ανταγωνισμός της αγοράς
β) τα επιτόκια χορηγήσεων (loan interest rates), τα οποία επηρεάζονται από το κόστος του χρήματος, τα λειτουργικά έξοδα, τον αναλαμβανόμενο κίνδυνο (πιστωτικός, λειτουργικός, συστημικός κτλ) και τον ανταγωνισμό. Ειδικότερα, η διαμόρφωση των κυμαινόμενων επιτοκίων βασίζεται στη σύνδεση αυτών με δείκτες επιτοκιακού χαρακτήρα όπως του Euribor, του Libor, της απόδοσης του δεκαετούς ομολόγου του δημοσίου κτλ.
Γενικότερα υπάρχουν διάφοροι ενδογενείς και εξωγενείς παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τα επιτόκια σε μια οικονομία.
-Εξωγενείς παράγοντες (exogenous factors)
- η πιστοληπτική ικανότητα του κράτους όπου λειτουργεί το πιστωτικό ίδρυμα. Χαμηλή αξιολόγηση σημαίνει μεγαλύτερη επιτοκιακή επιβάρυνση για το δημόσιο και κατ’ επέκταση και για τις τράπεζες
- ο πληθωρισμός. Όσο μεγαλύτερη είναι η αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών τόσο υψηλότερα είναι τα επιτόκια
- το λειτουργικό κόστος των πιστωτικών ιδρυμάτων που μετακυλίεται συνήθως στην πελατεία τους. Το κόστος αυτό επηρεάζεται, μεταξύ άλλων, από το πλεονάζον και τυχόν μη επαρκές προσωπικό, από την καθυστέρηση στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό και από το ρυθμιστικό πλαίσιο εποπτείας.
-Ενδογενείς παράγοντες (endogenous factors)
- το επίπεδο ανταγωνισμού και ζήτησης και προσφοράς δανειακών κεφαλαίων
- η πιστοληπτική διαβάθμιση κάθε πιστωτικού ιδρύματος
- η επάρκεια των παρεχόμενων εξασφαλίσεων. Για παράδειγμα, τα στεγαστικά δάνεια, που είναι ασφαλισμένα με υποθήκη, έχουν χαμηλό επιτόκιο. Αντίθετα, τα καταναλωτικά δάνεια που παρέχονται χωρίς καμία εξασφάλιση και επάγονται μεγάλο κίνδυνο να μην επαναπληρωθούν φέρουν υψηλότερο επιτόκιο
- το λειτουργικό κόστος κάθε προϊόντος ή υπηρεσίας. Για παράδειγμα, τα δάνεια που παρέχονται μέσω πιστωτικών καρτών επιβαρύνονται με μεγάλο επιτόκιο διότι το λειτουργικό κόστος διαχείρισης των πιστωτικών καρτών είναι ιδιαίτερα υψηλό.
Πραγματικά και ονομαστικά επιτόκια
Το επιτόκιο δείχνει πόσο γρήγορα η ονομαστική αξία ενός τοκοφόρου στοιχείου αυξάνει διαχρονικά, αλλά δεν αποκαλύπτει πόσο γρήγορα η αξία του στοιχείου αυτού μεταβάλλεται σε πραγματικούς όρους.
Παράδειγμα:
Έστω μία κατάθεση όψεως με ετήσιο επιτόκιο 5% και υπόλοιπο 100€ στην αρχή του έτους. Στο τέλος του έτους η αξία της κατάθεσης είναι 105€. Όταν δεν υπάρχει πληθωρισμός, το επίπεδο τιμών δεν μεταβάλλεται στη διάρκεια του χρόνου και με 105€ ευρώ αγοράζει κανείς 5% περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες σε πραγματικούς όρους, απ’ όσα αγόραζε κάποιος με το αρχικό κεφάλαιο των 100€, πριν από ένα χρόνο.Εάν, ωστόσο, ο πληθωρισμός είναι είναι 5%, αυτά που πριν από ένα χρόνο κόστιζαν 100€, τώρα κοστίζουν 105€, και σε πραγματικούς όρους η κατάθεση δεν έχει μεγαλύτερη αξία σήμερα από αυτήν που είχε πριν από ένα χρόνο.
Για να διακριθούν οι μεταβολές στην πραγματική αξία των περιουσιακών στοιχείων από τις μεταβολές στην ονομαστική τους αξία χρησιμοποιείται το πραγματικό επιτόκιο.
Το πραγματικό επιτόκιο ενός στοιχείου, αντιπροσωπεύει το βαθμό στον οποίο η πραγματική του αξία, αυξάνει διαχρονικά. Αντιθέτως, το ονομαστικό επιτόκιο είναι αριθμός με τον οποίο η ονομαστική αξία ενός περιουσιακού στοιχείου αυξάνει διαχρονικά.
Το πραγματικό επιτόκιο συνδέεται με το ονομαστικό επιτόκιο και τον πληθωρισμό ως εξής:
Υπολογισμός επιτοκίου για περίοδο μικρότερη του έτους
Για να υπολογιστεί ένα επιτόκιο περιόδου μικρότερης του έτους, πολλαπλασιάζεται με (δ / 365), όπου δ είναι η διάρκεια της περιόδου σε ημέρες.
Παράδειγμα:
Έστω ότι ένας επενδυτής ψάχνει το τριμηνιαίο επιτόκιο ενός δανείου του οποίου το ετησιοποιημένο επιτόκιο είναι 10%. Για τους 3 μήνες (=90 ημέρες) ισχύει:
0,10 * ( 90 / 365) = 0,0246 ή 2,46%.
Σε ορισμένες χώρες κι αγορές όπως στις ΗΠΑ το οικονομικό έτος θεωρείται ότι αποτελείται από 360 ημέρες.
άλλα είδη επιτοκίων
- Επιτόκιο αναφοράς (reference rate)
- Επιτόκιο έκδοσης (issue rate)
- Επιτόκιο μηδενικού κινδύνου(risk-free rate)
- Ετήσιο ισοδύναμο επιτόκιο (annual equivalent rate)
- Κυμαινόμενο επιτόκιο (floating interest rate)
- Ονομαστικό επιτόκιο (nominal interest rate)
- Πραγματικό επιτόκιο (real interest rate)
- Προεξοφλητικό επιτόκιο (discount rate)
- Σταθερό επιτόκιο (fixed interest rate)
- Συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο (annual percentage rate)