Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι το εκτελεστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι αρμόδιο για την πρόταση νομοθεσίας, την εφαρμογή των αποφάσεων και την προάσπιση των Συνθηκών της ΕΕ, χωρίς όμως να έχει αρμοδιότητες ανάλογες των εθνικών κυβερνήσεων.
Η Επιτροπή έχει έδρα στις Βρυξέλλες, αλλά διατηρεί γραφεία και στο Λουξεμβούργο, ενώ έχει αντιπροσωπείες σε όλες τις χώρες της Ένωσης και σε πολλές πρωτεύουσες ολόκληρου του κόσμου. Αποφασίζει με απλή πλειοψηφία των μελών της, τα οποία διορίζονται για περίοδο πέντε ετών.
Η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής:
- οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών ορίζουν με κοινή συμφωνία την προσωπικότητα που προτίθενται να διορίσουν νέο Πρόεδρο της Επιτροπής
- ο ορισθείς Πρόεδρος, σε συμφωνία με τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, επιλέγει τα υπόλοιπα μέλη της Επιτροπής
- στη συνέχεια όλα τα μέλη καλούνται σε ακρόαση από το νέο Κοινοβούλιο, το οποίο γνωμοδοτεί για το σώμα των Επιτρόπων.
Η Επιτροπή είναι πολιτικά υπόλογη στο Κοινοβούλιο, το οποίο μπορεί να την εξαναγκάσει σε παραίτηση αν κάνει δεκτή πρόταση δυσπιστίας.
Η Επιτροπή συμμετέχει σε όλες τις συνόδους του Κοινοβουλίου, για να διευκρινίζει και να δικαιολογεί τις πολιτικές της, ενώ επίσης απαντά τακτικά σε προφορικές και γραπτές ερωτήσεις βουλευτών.
Αρμοδιότητες Ευρωπαϊκής Επιτροπής
Οι κύριες αρμοδιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι τέσσερις:
1. Προτάσεις νέας νομοθεσίας
Η Επιτροπή είναι η μόνη υπεύθυνη για την εκπόνηση προτάσεων νέας ευρωπαϊκής νομοθεσίας (δικαίωμα πρωτοβουλίας), τις οποίες υποβάλλει στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο. Οι προτάσεις αυτές πρέπει να αποβλέπουν στην προώθηση των συμφερόντων της Ένωσης και των πολιτών της, και όχι των συμφερόντων συγκεκριμένων χωρών ή κλάδων της οικονομίας.
Πριν εκπονήσει κάποια πρόταση, η Επιτροπή πρέπει να γνωρίζει τις νέες καταστάσεις και προβλήματα που εξελίσσονται στην Ευρώπη και να εξετάσει αν η θέσπιση ευρωπαϊκής νομοθεσίας είναι ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπισή τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Επιτροπή βρίσκεται σε συνεχή επαφή με ευρύ φάσμα ομάδων συμφερόντων και με δύο συμβουλευτικά όργανα, την Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (Economic and Financial Committee) και την Επιτροπή των Περιφερειών (Committee of the regions).
Ζητάει επίσης τη γνώμη των εθνικών κοινοβουλίων και κυβερνήσεων, ενώ προτείνει την ανάληψη δράσης στο επίπεδο της Ένωσης μόνον αν κρίνει ότι ένα πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί αποτελεσματικότερα με την ανάληψη εθνικής, περιφερειακής ή τοπικής δράσης. Αυτή η αρχή αντιμετώπισης των ζητημάτων στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο καλείται “αρχή της επικουρικότητας” (principle of subsidiarity).
Αν η Επιτροπή καταλήξει στο συμπέρασμα ότι απαιτείται να θεσπιστεί ευρωπαϊκή νομοθεσία, υποβάλλει πρόταση η οποία πιστεύει ότι θα αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το πρόβλημα και θα ικανοποιήσει το ευρύτερο δυνατό φάσμα συμφερόντων. Για να διευκρινιστούν οι τεχνικές λεπτομέρειες, η Επιτροπή συμβουλεύεται τους εμπειρογνώμονες που απαρτίζουν τις διάφορες επιτροπές και ομάδες εργασίας της.
2. Υλοποίηση των πολιτικών και του προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Η Επιτροπή, ως εκτελεστικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και την εκτέλεση του προϋπολογισμού της Ένωσης και των πολιτικών και προγραμμάτων που εγκρίνονται από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο. Το μεγαλύτερο μέρος της ουσιαστικής δουλειάς και των δαπανών εκτελείται από τις εθνικές αρχές και την τοπική αυτοδιοίκηση, αλλά η Επιτροπή είναι αρμόδια για την επίβλεψή τους.
Παράδειγμα:
Παράδειγμα πολιτικής την οποία διαχειρίζεται ενεργά η Επιτροπή είναι η πολιτική ανταγωνισμού όπου παρακολουθεί τα καρτέλ και τις συγχωνεύσεις και εξασφαλίζει ότι οι χώρες της Ένωσης δεν επιδοτούν τις βιομηχανίες τους κατά τρόπο που να νοθεύει τον ανταγωνισμό.
Η Επιτροπή εκτελεί τον προϋπολογισμό υπό τον έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς στόχος και των δύο οργάνων είναι να εξασφαλίζουν χρηστή δημοσιονομική διαχείριση. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο χορηγεί στην Επιτροπή απαλλαγή για την εκτέλεση του προϋπολογισμού μόνον αν η ετήσια έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι θετική.
3. Επιβολή της ευρωπαϊκής νομοθεσίας
Η Επιτροπή ενεργεί επίσης ως “θεματοφύλακας των Συνθηκών” και του παράγωγου κοινοτικού δικαίου. Αυτό σημαίνει ότι η Επιτροπή, μαζί με το Δικαστήριο, είναι αρμόδια να εξασφαλίζει ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία εφαρμόζεται ορθά σε όλα τα κράτη μέλη.
Αν διαπιστώσει ότι μια χώρα της Ένωσης δεν εφαρμόζει έναν ευρωπαϊκό νόμο και συνεπώς δεν τηρεί τις έννομες υποχρεώσεις της, η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα για τη διόρθωση της κατάστασης. Πρώτα, κινεί μια νομική διαδικασία που ονομάζεται διαδικασία παραβάσεων: αποστέλλει στην οικεία κυβέρνηση επίσημη επιστολή όπου αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους η Επιτροπή πιστεύει ότι η συγκεκριμένη χώρα παραβιάζει την ευρωπαϊκή νομοθεσία και τάσσει προθεσμία για την αποστολή λεπτομερούς απάντησης στην Επιτροπή.
Αν η κατάσταση δεν διορθωθεί με τη διαδικασία αυτή, η Επιτροπή πρέπει στη συνέχεια να προσφύγει στο Δικαστήριο, το οποίο μπορεί να επιβάλλει χρηματικές ποινές. Οι αποφάσεις του Δικαστηρίου είναι δεσμευτικές για τα κράτη μέλη και για τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.
4. Εκπροσώπηση της Ένωσης στη διεθνή σκηνή
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι ένας σημαντικός εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διεθνή σκηνή και στα διεθνή φόρα όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου καθώς επίσης και αρμόδια για τη διαπραγμάτευση διεθνών συμφωνιών.