Προκαταβολή είναι κάθε είδος πληρωμής που καταβάλλεται πριν από την παράδοση κάποιου αγορασθέντος προϊόντος ή υπηρεσίας, και απαιτείται ορισμένες φορές από τους πωλητές ως προστασία από επισφαλείς πελάτες.
Η προκαταβολή δείχνει στον πωλητή ότι ο αγοραστής έχει σοβαρή πρόθεση ολοκλήρωσης μιας εμπορικής συναλλαγής, όπως για παράδειγμα η αγορά ενός ακινήτου.
Συνήθως, αν ο πωλητής ακυρώσει τη συμφωνία, η προκαταβολή επιστρέφεται στον αγοραστή, ενώ αντιθέτως αν ο αγοραστής ακυρώσει τη συμφωνία, ο πωλητής κρατάει την προκαταβολή.
Προκαταβολή στις επιχειρήσεις
Στον εταιρικό κόσμο, οι εταιρείες συχνά πρέπει να πληρώσουν προκαταβολή προς τους προμηθευτές τους όταν οι παραγγελίες είναι μεγάλες ή/και δαπανηρές. Οι προμηθευτές ενδέχεται να μην έχουν επαρκή κεφάλαια για να αγοράσουν τα υλικά που απαιτούνται κι έτσι χρησιμοποιούν μέρος της προκαταβολής για να χρηματοδοτήσουν την παραγωγή τους.
Εάν μια εταιρεία καταβάλει προκαταβολή, καταγράφεται ως προπληρωθέντα έξοδα στον ισολογισμό της σύμφωνα με τη λογιστική υπόθεση της βάσης των δεδουλευμένων.
Προκαταβολή στην αγορά ακινήτων
Το μέγεθος της απαιτούμενης προκαταβολής για την αγορά ακίνητης περιουσίας είναι ένα μέτρο ένδειξης του κινδύνου αθέτησης των υποχρεώσεων για το δανειστή (κίνδυνος πτώχευσης). Όσο μεγαλύτερη είναι η προκαταβολή, τόσο μικρότερη φαίνεται να είναι η πιθανότητα ο δανειολήπτης να πτωχεύσει.
Η προκαταβολή αντιπροσωπεύει συνήθως μόνο ένα ποσοστό της τιμής αγοράς, το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις δεν επιστρέφεται εάν η συμφωνία δεν ολοκληρωθεί.
Προκαταβάλλοντας ένα ποσό και στη συνέχεια πληρώνοντας το υπόλοιπο μέσω δόσεων είναι μια μέθοδος που κάνει τα ακριβά περιουσιακά στοιχεία πιο προσιτά στο μέσο καταναλωτή.
Παράδειγμα:
Επειδή τα σπίτια είναι ακριβά περιουσιακά στοιχεία, συνήθως απαιτείται μια προκαταβολή και η υπόλοιπη αξία του σπιτιού καλύπτεται από μία τράπεζα ή άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μέσω σύναψης στεγαστικού δανείου.