Single-Unit Franchising (Single-unit franchising)

Single-unit franchising είναι η πιο απλή και συνήθης μορφή δικαιόχρησης. Ο επιχειρηματίας επενδύει το δικό του κεφάλαιο και είναι υπεύθυνος για την εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης του, αποδεχόμενος όλους τους κινδύνους που μπορεί να προκύψουν. […]

Investment Franchise (Investment franchise)

Investment franchise είναι μιας μορφής δικαιόχρηση στην οποία ο δικαιοδόχος (franchisee) τοποθετεί σημαντικά κεφάλαια προκειμένου να επενδύσει στο franchise, αλλά ασχολείται περισσότερο με την οργάνωση και τη διοίκηση των καταστημάτων. […]

Company Owned Outlet (Company owned outlet)

Company owned outlet είναι μιας μορφής δικαιόχρηση στην οποία τα καταστήματα που λειτουργούν με αυτή τη μορφή ανήκουν στην εταιρία του δικαιοπαρόχου (franchisor) αντί σε κάποιον δικαιοδόχο (franchisee).

Sales & Distribution Franchise (Sales & distribution franchise)

Sales &  Distribution Franchise είναι μιας μορφής δικαιόχρηση που απαιτεί μικρότερου μεγέθους επένδυση όπου ο δικαιοδόχος (franchisee) πουλάει και παραδίδει ο ίδιος τα προϊόντα ή/και τις υπηρεσίες του. […]

Δικαιόχρηση (Franchising)

Δικαιόχρηση (franchising) είναι μια σύμβαση εμπορικής συνεργασίας μεταξύ δύο επιχειρήσεων, όπου το ένα μέλος (δικαιοδόχος – franchisee) αγοράζει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί τα συστήματα, τις διαδικασίες, τα εμπορικά σήματα (trademarks), […]

Άμεση Δικαιόχρηση (Direct franchising)

Άμεση δικαιόχρηση είναι το franchise στο οποίο ο δικαιοπάροχος χορηγεί δικαιώματα και παρέχει εκπαίδευση απευθείας σε μεμονωμένους δικαιοδόχους που δραστηριοποιούνται στην χώρα καταγωγής τους. […]

Going Concern Franchising (Going concern franchising)

Going concern franchising είναι μια μορφή δικαιόχρησης (franchising) στην οποία ο δικαιοπάροχος (franchisor) ανοίγει και λειτουργεί ένα κατάστημα ως ιδιοκτησία της εταιρίας και το μεταπωλεί στη συνέχεια σε έναν δικαιοδόχο (franchisee). […]

Με το κλειδί στο χέρι (Turnkey franchising)

Με το κλειδί στο χέρι (turnkey) franchising είναι η μέθοδος δικαιόχρησης στην οποία ο δικαιοπάροχος (franchisor) στήνει ένα κατάστημα με τη συνεργασία του δικαιοδόχου (franchisee) αλλά αναλαμβάνει ο ίδιος την πλήρη υλοποίηση του project. […]